4 Αυγούστου μνήμη των Αγίων Επτά Παίδων των εν Εφέσω
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΟΙ ΕΝ ΕΦΕΣΩ
του Αρχιμ. Νικοδήμου Παυλόπουλου
Καθηγουμένου Ι. Μ. Αγίου Ιγνατίου – Λειμώνος Λέσβου
από το βιβλίο του «Εορτοδρόμιον»
Οι εγγυητές της Αναστάσεως
«Τον επτάριθμον τιμώ χορόν Μαρτύρων,
δείξαντα ανάστασιν νεκρών τω κόσμω».
Σήμερα, ευσεβείς μου αδελφοί,πανηγυρίζαμε τη μνήμη των αγίων επτά παίδων των εν Εφέσω. Έζησαν στα χρόνια του μεγάλου διωγμού του Δεκίου. Ωνομάζονταν Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Διονύσιος, Μαρτινιανός, Αντωνίνος και Κωνσταντίνος.
Το 252 λοιπόν για να μη πέσουν στα χέρια των διωκτών και γινουν θύματα της μανίας του Δεκίου, αφού εμοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς, κρύφτηκαν σ’ ένα σπήλαιο της Εφέσου και παρακάλεσαν το Θεό να παραλαβή τις ψυχές τους προσφέροντας τους ειρηνικό το θάνατο. Και ο πανάγαθος πατέρας μας τους ανέπαυσε μεσα στο σπήλαιο.
Ο Δέκιος όταν επέστρεψε στην Εφεσο τους αναζήτησε και μαθώντας το θάνατο διάταξε και έχτισε του σπηλαίου το στόμιο και έθεσε και επτά μολύβδινες σφραγίδες με τα ονόματα των επτά παίδων.
Ύστερα από εκατόν ενενήντα οκτώ χρόνια στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του μικρού, ευσεβούς και προστάτου των χριστιανών των ορθοδόξων, παρουσιάστηκε μια αίρεσι πού εδίδασκε πως δεν υπάρχει των σωμάτων ανάστασι. Πολλούς επισκόπους που εκήρυταν αύτη την πλάνη εξώρισε και άλλους πάλι τους εφυλάκισε. Ο ίδιος δε ο βασιλιάς αφού ντύθηκε τρίχινο σάκκο κατά γης έπεσε και παρακαλούσε το Θεό να του δείξη σημείο πού να βεβαιώνη των νεκρών την ανάστασι.
Ο ιδιοκτήτης του κτήματος της Εφέσου μέσα στο όποιο βρισκόταν το σπήλαιο των επτά παίδων, να χτίση μάντρα για τα πρόβατα ηθέλησε, και στο χτίσιμο και τις πέτρες πού έφραζαν το στόμιο του σπηλαίου εχρησιμοποίησε. Έτσι άνοιξε το στόμιο του σπηλαίου και κατά προσταγή του Θεού οι επτά παίδες ανέστησαν και συζητούσαν, σαν να είχαν σηκωθή από τον ύπνο, για τα γεγονότα των ήμερων των διωγμών του Δεκίου και για τον κίνδυνο τον όποιον διέτρεχαν.
Το θαυμαστό δε ήταν ότι ούτε τα σώματα τους είχαν αλλοιωθή καθόλου άλλ’ ούτε και τα ενδύματα τους είχαν παραφθαρή το σύνολον.
Ο Μαξιμιλιανός ενεψύχωνε τους άλλους συντρόφους για να κράτηση την πίστι σε περίπτωσι που θα τους συνελάμβανεν ο Δέκιος. Ο Ιάμβλιχος πάλι πήρε από το πουγγί νόμισμα πού έδειχνε το Δέκιο και κατέβηκε στην πόλι για να προμηθευτή άρτους αρκετούς, γιατί κατά την παρατήρησι του Μαξιμιλιανού οι άρτοι της χθες ήταν λίγοι και πεινασμένοι σχεδόν είχαν κοιμηθή.
Βρήκε όμως αλλαγμένη την Έφεσο και εθαύμασε. Είδε σταυρό στην είσοδο και απόρησε. Όλους τους ανθρώπους τους έβλεπε με διαφορετικές ενδυμασίες και τελείως αγνώριστους και τα έχασε, ενόμιζε ότι όραμα έβλεπε.
Πήγε τέλος στο φούρνο και ψωμιά πολλά αγόρασε. Άλλ’ οι αρτοποιοί βλέποντας το αρχαίο νόμισμα και εκτιμώντας τη μεγάλη του αξία με απορία τον Ιάμβλιχο εκοίταζαν. Ετρόμαξεν ο Ιάμβλιχος. Ενόμισεν ότι στο Δέκιο ήθελαν να τον παραδώσουν και τα ψωμιά επέστρεψε λέγοντας, κρατήστε και τους άρτους και το αργύριο μόνο να μη με παραδώσετε. Αλλ΄ εκείνοι πιστεύοντας ότι είχαν στα χέρια τους κάποιον αρχαιοκάπηλο και ευρετή μεγάλου θησαυρού τον εκράτησαν και τον εβίαζαν να τους δείξη το θησαυρό. Φυσικά ο άγιος αρνιόταν ότι είχεν ανακαλύψει θησαυρό και οι αρτοποιοί τον ωδήγησαν στον Ανθύπατο.
Ο Ανθύπατος της πόλεως πήρε το νόμισμα στο χέρι και είδε πώς ήταν παλαιό και άνηκε στον αυτοκράτορα Δέκιο. Ερώτησε λοιπόν που βρήκε το θησαυρό και ο Ιάμβλιχος απάντησε ότι δεν βρήκε θησαυρό άλλα το αργύριο το είχε πάρει από το σπίτι των γονιών.
Ποιών γονιών, ερώτησε, και από ποια πόλι. Από την Έφεσον, ο Ιάμβλιχος απάντησε. Φέρε μου λοιπόν τους γονείς σου για να μας βεβαιώσουν εκείνοι για την αλήθεια των λόγων σου. Άλλ’ οι γονείς είχαν αποθάνει πριν από διακόσια περίπου χρόνια, στα χρόνια του Δεκίου και τα ονόματα τους πολύ τον Ανθύπατο εξένισαν. Ο άγιος τέλος για να γίνη πιστευτός στον Ανθύπατο παρεκάλεσε να πάνε μαζί στο σπήλαιο για να συναντήσουν και τους άλλους παίδες και να μάθουν ότι μόλις χθες κρύφτηκαν για να γλυτώσουν από τα χέρια του Δεκίου.
Ω παράδοξα πράγματα, ώ πρωτάκουστα και πρωτόφαντα γεγονότα!
Ο Ανθύπατος πήρε μαζί και τον Επίσκοπο Μαρίνο της Εφέσου. Στο στόμιο του σπηλαίου είδαν τις παλαιές σφραγίδες του Δεκίου με τα ονόματα των κοιμηθέντων παίδων επάνω στο μολύβι χαραγμένα.
Μέσα δε στο σπήλαιο εβρήκαν και τους άλλους έξη παίδες και έκπληκτοι όλοι Επίσκοπος, Ανθύπατος και πολλοί Άρχοντες στα πόδια τους έπεσαν και προσκυνούσαν τους αγίους επτά παίδας και ρωτούσαν να μάθουν τις λεπτομέρειες του θαύματος. Και οι άγιοι με τη σειρά όλα τα εξιστόρησαν. Τόσο τα κακουργήματα του Δεκίου εις βάρος των χριστιανών όσο και την ιδική τους υπόθεση.
Το θαύμα ο Ανθύπατος με τον Επίσκοπο το ανέφεραν στο Θεοδόσιο το Βασιλέα.
Αυτό το θαύμα της αναστάσεως των επτά παίδων ήταν το σημείο πού έδειχνεν ο Θεός για να ικανοποίηση τον ευσεβή αυτοκράτορα. Και ο Θεοδόσιος αμέσως με συνοδεία τιμητική μετέβη στην Έφεσο και μπήκε στο σπήλαιο και έπεσε στα πόδια των αγίων επτά παίδων και με τα δάκρυα του τα κατάβρεχε και εδόξαζε το Θεό πού ικανοποίησε το αίτημα του και περίτρανα την ανάστασι των νεκρών του απέδειξε. Και ενώ συνομιλούσε ο βασιλιάς με τους αγίους,σαν να ενύσταξαν οι άγιοι και αφού έκλιναν τα κεφάλια τους παρέδωκαν τις ψυχές στα χέρια του Ποιητή και Πλαστη
zoiforos