3 Nοεμβρίου ανάμνησις της ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και μνήμη των Αγίων μαρτύρων Ιωσήφ , Ακεψιμά και Αειθαλά και του Αγίου ιερομάρτυρος Γεωργίου του Νεαπολίτου
Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Γεωργίου του Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου
Μετά την κατάπαυση των διωγμών και την επικράτηση του χριστιανισμού σ’ όλο το Ρωμαϊκό κράτος, επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, οι χριστιανοί ανήγειραν μεγαλοπρεπή Ναό στη Λύδδα της Ιόππης, όπου μετακόμισαν το ιερό λείψανο του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου για να το προσκυνούν πλέον άφοβα.
Έγιναν δε μετά την κατάθεση του Ιερού λειψάνου και τα εγκαίνια του Ναού στις 3 Νοεμβρίου και από τότε κάθε χρόνο η Εκκλησία μας, τελεί κατά την ήμερα αυτή την ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του μεγαλομάρτυρα, προς δόξαν Θεού.
Ο Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος, ο Τροπαιοφόρος, είναι πολύ δημοφιλής Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα στην περιοχή της Αρμενίας. Γονείς του ήσαν ο Γερόντιος από την Καππαδοκία και η Πολυχρονία από την Παλαιστίνη.
Ο Άγιος έζησε στα τέλη του 3ου αιώνος μ.Χ. και αρχές του 4ου αιώνα, επί της εποχής του Αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Σύμφωνα με την παράδοση, σε μικρή ηλικία, μετοίκησε μαζί με την μητέρα του στην Λύδδα, εξαιτίας της κοίμησης του πατέρα του.
Κατόπιν ο Άγιος Γεώργιος, κατατάχθηκε στο στρατό, όπου, διακρίθηκε για τις ικανότητες και τη γενναιότητά του, γι’αυτό και κέρδισε την εκτίμηση του Διοκλητιανού, ο οποίος και τον έχρισε Δούκα, με τον τίτλο του Κόμητος, στο τάγμα τον Ανικιώρων της αυτοκρατορικής φρουράς.
Όταν όμως ο Διοκλητιανός θέλησε να επιβάλει, ακόμη και διά της βίας, την ειδωλολατρεία και τη λατρεία του αυτοκράτορα ως Θεού, ο Άγιος Γεώργιος αντέδρασε ρωτώντας: «γιατί πρέπει να χυθεί αθώον αίμα και να επιβληθεί η λατρεία του Αυτοκράτορα;»
Και αφού είπε αυτά τα λόγια ομολόγησε την πίστη του στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, ξενίζοντας, έτσι, όλους τους παρευρισκομένους, οι οποίοι και επιχείρησαν να τον μεταπείσουν. Ο Άγιος Γεώργιος, όμως, παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του Χριστού, γι’αυτό και οδηγήθηκε στο μαρτύριο, το οποίο υπέμεινε με τη βοήθεια της Χάρης του Θεού.
Ο Διοκλητιανός, λοιπόν, διέτεξε να τον ρίξουν μέσα στη φυλακή και να τον βασανίσουν.
Έτσι τοποθέτησαν τα πόδια του μέσα σε ένα ξύλο και, επιπλεόν, επάνω στο στήθος του εναπόθεσαν μία μεγάλη πέτρα μέχρι την επομένη μέρα, κατά την οποία ο Διοκλητιανός προέβηκε σε ανάκριση του Γεώργιου.
Ο Διοκλητιανός στην αρχή προσπάθησε να δελεάσει τον Γεώργιο. Επειδή, όμως, δεν μπόρεσε να παρασύρει στον όλεθρο τον Γεώργιο, διέταξε όπως ο Άγιος δεθεί σε ένα μεγάλο τροχό, που ήταν γεματός με αιχμηρά σίδερα, ώστε όταν γύριζε ξέσχιζε το άγιο σώμα του Γεωργίου.
Τότε, με θεία επέμβαση, λύθηκε ο Γεώργιος και τα τραύματά του θεραπεύτηκαν.
Μόλις είδαν το σημείο αυτό, ο Πρωτολεών, ο Ανατόλιος, ο Πρωτολέων, ο Βίκτωρ, ο Ακίνδυνος, ο Ζωτικός, ο Ζήνωνας, ο Χριστοφόρος, ο Σεβιριανός, ο Θεωνάς, ο Καισάριος και ο Αντώνιος και άλλοι πολλοί, ωμολόγησαν την πίστη τους στον Ιησού Χριστό.
Το γεγονός αυτόν εξόργισε ακόμη περισσότερο το Διοκλητιανό, ο οποίος και διέταξε να τους θανατώσουν.
Ακολούθως, διέταξε να γεμίσουν ένα λάκκο με νερό και ασβέστη για να ρίξουν μέσα τον Γεώργιο, για τρεις ημέρες και νύκτες, ώστε να διαλυθεί το σώμα του. Όταν παρήλθε το τριήμερο και βρήκαν τον Άγιο Γεώργιο όρθιο μέσα στον ασβέστη να προσεύχεται, ο λαός άρχισε να φωνάζει ότι «ο Θεός του Γεωργίου είναι μεγάλος».
Ο Διοκλητιανός, εκλαμβάνοντας αυτό το σημείο της Χάρης του Θεού ως μαγικό κόλπο διέταξε να φορέσουν στον Γεώργιο πυρακτωμένα παπούτσια, που είχαν σιδερένια καρφιά και να τον εξαναγκάσουν να περπατήσει.
Επειδή, όμως, η Χάρη συνέχιζε να καλύπτει το σώμα του Αγίου, ο Διοκλητιανός κάλεσε κάποιο μάγο, που τον έλεγαν Αθανάσιο, για να υποτάξει τον Γεώργιο.
Ο μάγος έφερε δύο αγγεία τα οποία περιείχαν δηλητήριο. Με τη δύναμη του ονόματος του Ιησού Χριστού ο Γεώργιος ήπιε και τα δύο δηλητήρια χωρίς να πάθει το παραμικρό.
Το γεγονός αφόπλισε τον μάγο, ο οποίος και ωμολόγησε πίστη στον Θεού του Γεωργίου.
Τότε ο Διοκλητιανός διέταξε όπως σκοτώσουν και τον Αθανάσιον.
Ο Διοκλητιανός τόσο εξοργίστηκε που και ακόμη για την ίδια τη γυναίκα του Αλεξάνδρα εξέδωσε διαταγή όπως την φυλακίσουν και την επομένην να την αποκεφαλίσουν, αφού και αυτή, όπως και οι προηγούμενοι, ωμολόγησε πίστη στον Ιησού Χριστό.
Η Αλεξάνδρα ενώ προσευχόταν στην φυλακή, κοιμήθηκε προτού οι δήμιοι την αποκεφαλίσουν.
Έπειτα, και ενώ ο άγιος Γεώργιος κοιμόταν, είδε στο όνειρό του τον Ιησού Χριστό, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι θα λάβει το στέφανον του μαρτυρίου και θα αξιωθεί της δόξας του Θεού.
Όταν στη συνέχεια τον έσυραν ενώπιον του Διοκλητιανού, αυτός του πρότεινε να θυσιάσει στο είδωλο του Απόλλωνα, αλλά αντ΄αυτού ο Γεώργιος όταν εισήλθε στο ναό με το σημείο του Σταυρού έριξε το είδωλον κάτω.
Τότε ο διώκτης Αυτοκράτορας διέταξε όπως αποκεφαλίσουν τον Γεώργιο. Ήταν τότε Παρασκευή της Διακαινησίμου, 23 Απριλίου του 303.
Το τίμιό του σώμα, μαζί με αυτό της αγίας του μητέρας, η οποία μαρτύρησε την ίδια, μάλλον, ημέρα με αυτόν, παρέλεβε ο Πασικράτης, ένας πιστός συνεργάτης του Γεωργίου, ο οποίος και τα μετέφερε στην Λύδδα της Παλαιστίνης.
Από εκεί, όπως μαρτυρούν πηγές, τα ιερά λείψανα της Αγίας Πολυχρονίας, τα μετέφεραν στη Δύση οι Σταυροφόροι.
Η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Γεωργίου τιμάται στις 3 Νοεμβρίου.
Άγιοι Ακεψιμάς, Ιωσήφ και Αειθαλάς
Ακεψιμάν κτείνουσιν εκ ραβδισμάτων.
Ακεψιμά δε τους φίλους εκ λευσμάτων.
Τυψαν Ακεψιμάν τριτάτη, λεύσαν δε συνάθλους.
Βιογραφία
Ο Άγιος Ακεψιμάς ήταν επίσκοπος, ο Ιωσήφ πρεσβύτερος και ο Αειθαλάς διάκονος. Και οι τρεις μαρτύρησαν για το Χριστό, όταν βασιλιάς της Περσίας ήταν ο Σαπώρ ο Β’ (περί το 330 μ.Χ.).
Ο Ακεψιμάς άφησε την τελευταία του πνοή, αφού χτυπήθηκε σκληρά με ακανθωτά ραβδιά από ροδιά. Ο Ιωσήφ – αφού διέσχισαν τις σάρκες του – υπέστη μαρτυρικό θάνατο δια λιθοβολισμού. Ο Αειθαλάς μαστιγώθηκε σκληρά και έπειτα τον κρέμασαν με το κεφάλι προς τα κάτω, μέχρι που παρέδωσε και αυτός τη μακάρια ψυχή του.
Απολυτίκιον
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Ως θεράποντες, της ευσέβειας, στύλοι ώφθητε, της Εκκλησίας, πυρσολατρών καθελόντες το φρύαγμα, Ακεψιμά Ιεράρχα πολύαθλε, Αειθαλά Ιωσήφ τε μακάριοι. Αλλ’ αιτήσασθε, Χριστόν τον Θεόν πανεύφημοι, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον
Ήχος β’. Τα άνω ζητών.
Τα θεία σοφέ, σεπτώς εμυσταγώγησας, θυσία δεκτή εγένου Παμμακάριστε• του Χριστού γαρ έπιες, το ποτήριον ενδόξως Άγιε, Ακεψιμά συν τοις συνάθλοις σου, πρεσβεύων απαύστως υπέρ πάντων ημών.
Κάθισμα
Ήχος πλ. δ’. Την Σοφίαν και Λογον.
Ιωσήφ ο γενναίος αγωνιστής, Ακεψιμάς ο της πλάνης ολοθρευτής, Αειθαλάς ο Ένδοξος, αθλητής και αήττητος, οι φαιδροί αστέρες, της πίστεως άσμασιν, επαξίως όντως υμνείσθωσαν σήμερον• ούτοι γαρ την δόξαν, των Περσών αμαυρούντες, ηλίω ουκ έθυσαν, ου το πυρ εσεβάσθησαν. Οις εν πίστει βοήσωμεν• Πρεσβεύσατε Χριστώ τω Θεώ, των πταισμάτων άφεσιν δωρήσασθαι, τοις εορτάζουσι πόθω, την αγίαν μνήμην υμών.
Ο Οίκος
Την χερσωθείσάν μου καρδίαν πολλοίς πταίσμασιν, Ιησού παντοδύναμε, όμβροις της σης αγαθότητος, δείξον καρποφόρον αρεταίς, και παράσχου φωτισμόν γνώσεως τη διανοία μου, ίνα υμνήσω γηθόμενος, τον, Ιεράρχην και Αθλοφόρον, Ακεψιμάν τον μέγαν συν Αειθαλά τω γενναίω, και Ιωσήφ τω πανολβίω• εν σοι γαρ θαρρούντες, ποικίλων βασάνων ανδρείως κατετόλμησαν• διο και παρέχουσι νοσούσι την ίασιν, ως χάριν δεξάμενοι, πρεσβεύοντες απαύστως υπέρ πάντων ημών.