28 Σεπτεμβρίου , μνήμη των Οσίων και Θεοφόρων πατέρων ημών Χαρίτωνος του Ομολογητού και Ισαάκ του Σύρου , επισκόπου Νινευή
Βίος Οσίου Χαρίτωνος του Ομολογητού
Ο όσιος πατήρ ημών Χαρίτων γεννήθηκε στο Ικόνιο της Μικράς Ασίας. Εκεί ανατράφηκε με καλή εκπαίδευση και νουθεσία Κυρίου. Όταν μεγάλωσε και έγινε άνδρας ήταν
περιβόητος για την ευσέβεια και την αρετή του. Όλοι τον αγαπούσαν και τον σεβόντουσαν. Κατά την εποχή εκείνη δηλ. κατά το έτος (270 – 276) βασίλευε στην Ρώμη ο Αυρηλιανός.
Η σύλληψη τον Χαρίτωνα
Όταν έφθασαν τα διατάγματα αυτά στο Ικόνιο αμέσως έπιασαν τον Άγιο Χαρίτωνα. Οι στρατιώτες τον οδήγησαν μπροστά στο βασιλικό κριτήριο. Ο Άγιος στάθηκε άφοβος μπροστά
στον Ύπατο δηλ. τον δεύτερο μετά τον βασιλέα. Αυτός άρχισε να τον ρωτά πως ονομάζεται, τί πιστεύει, και ο Χαρίτων απαντά: «Ονομάζομαι Χαρίτων και πιστεύω στο Χριστό τον
μόνο αληθινό Θεό». Ο Ύπατος με ηρεμία και αποφασιστικότητα προσπάθησε να αλλάξει τον Χαρίτων και να τον πείσει να θυσιάσει στα είδωλα. Όμως ο Χαρίτων με ευσέβεια και
χωρίς να αρνηθεί τον μόνον Αληθινό Θεό ομολογούσε την πίστη του και χλεύαζε τα άψυχα ξόανα.
Αρχίζουν τα βασανιστήρια
Αφού είδε ο Ύπατος ότι ο Χαρίτων δεν αλλάζει έδωσε εντολή να τον βασανίζουν με το βασανιστήριο του τανύσματος. Τόσο πολύ τον έδειραν, πού χάθηκαν οι σάρκες του και
φάνηκαν τα σπλάχνα του. Τότε έδωσε εντολή να σταματήσουν το βασανιστήριο και να τον ρίξουν στην φυλακή έως δει τι θα κάνει. Εκεί τον άφησαν για λίγο διάστημα, και τον
έφεραν πάλι στο κριτήριο αφού είχε γιατρευθεί το ξεσχισμένο του σώμα παραδόξως από τον Κύριο. Και περιγελώντας τις μωρωλογίες του κριτή δέχεται σκληρότερα βάσανα.
Τον κατακαίουν στις σάρκες με μεγάλες αναμμένες λαμπάδες, και πάλι σιδεροδεμένο τον ρίχνουν στη φυλακή.
Κατόπιν ο Αυρηλιανός πέθανε με φρικτούς πόνους και βάσανα και τον διαδέχτηκε ο Τάκιτος. Ο Τάκιτος σωφρωνίστηκε από τα παθήματα του Αυρηλιανού. Μη θέλοντας δε να
πάθη τα ίδια με εκείνον αν καταδιώξει τούς Χριστιανούς κατάπαυσε τον διωγμό των Χριστιανών. Αυτό δε έγινε από θέλημα Θεού, να μη θανατωθεί ο Χαρίτων γρήγορα.
Ο θειος Χαρίτων στα Ιεροσόλυμα
Αποφάσισε πρώτα να πάει στα Ιεροσόλυμα. Καθώς ταξίδευε, τον έπιασαν κακούργοι ληστές. Αυτοί σκληροί όπως ήσαν, του έδεσαν πίσω τα χέρια, τού έβαλαν αλυσίδες στο
λαιμό, και δέρνοντας τον έφεραν στη σπηλιά τους και τον άφησαν εκεί δεμένο, και έφυγαν.
Καθώς ήταν ο Άγιος μόνος στη σπηλιά, μια οχιά φαρμακερή πήγε χωρίς να τη δει ο Άγιος, και έχυσε μέσα σε ένα δοχείο των ληστών με κρασί, όλο το δηλητήριο της. Τω της
θείας Χάριτος! Καθώς γύρισαν διψασμένοι οι ληστές πίνοντας από το δηλητηριασμένο κρασί, ένας, ένας πέθαινε. Έτσι κατά θεία δίκη οι κακοί με τον τρόπο αυτό πέθαναν και
ο θειος Χαρίτων λύθηκε από τα δεσμά αόρατα.
Όταν ανέλπιστα ελευθερώθηκε ο Χαρίτων, είδε ότι το μέρος εκείνο ήταν κατάλληλο για ησυχία, και αποφάσισε να μείνει εκεί. Κληρονόμησε και όλα όσα είχαν μαζέψει οι ληστές.
Από αυτά, άλλα μεν μοίρασε στους πτωχούς άλλα στους πατέρες, πού ήσαν διασκορπισμένοι στην έρημο και ασκήτευαν και με τα υπόλοιπα οικοδόμησε στη σπηλιά ναό τού
Θεού Άγιο και έκαμε κοντλα και Μοναστήρι που ονομάστηκε μαζί με το Ναό, Φαράν.
Ο Άγιος Χαρίτων θαυματουργεί
Με τη Χριστιανική ζωή του ο Άγιος έγινε φανερός χωρίς να θέλει. Με τα θαύματά του, έπειθε τούς Ιουδαίους και τούς Έλληνες να δέχονται το βάπτισμα. Πολλοί δε απ’ αυτούς,
πού θαύμαζαν τούς αγώνες του και τις αρετές του, θέλησαν να τον μιμηθούν όσον τούς ήταν δυνατόν, και αφού έγιναν Μοναχοί υποτάχθηκαν σ’ αυτόν. Γι αυτό κάθε μέρα έτρεχαν
πολλοί άνθρωποι για να ακούσουν την ψυχοσωτήρια διδασκαλία του. Από το πλήθος των ανθρώπων, πού μαζεύονταν εκεί η έρημος πολιτίστηκε και ο Άγιος έγινε πολίτης της
ερήμου.
Ο Χαρίτων αποφασίζει να φύγει
Αυτό όμως δεν άρεσε στον Άγιο. Ο θόρυβος πού γινόταν από τον κόσμο, εμπόδιζαν την ησυχία και την θεία συνομιλία. Και το περισσότερο, προσπαθούσε να αποφύγει την
δόξα των ανθρώπων, γιατί ήξερε ότι η δόξα μπορεί ν’ αφανίσει κάθε αρετή. Αποφάσισε λοιπόν να αναχωρήσει απ’ εκεί.
Παράγγειλε, λοιπόν στους μαθητές του όλα όσα χρειάζονταν για τη μοναχική πολιτεία, δηλαδή τούς όρισε να τρώνε μια φορά την ημέρα και μετά τον εσπερινό. Να μη τρώνε
χορταστικά, αλλά να σταματούν το φαγητό, καίτοι η όρεξη τους το ζητά ακόμη. Τους όρισε καιρό για την ψαλμωδία και προσευχή.
Αφού λοιπόν έδωσε αυτές τις εντολές και τις συμβουλές, με κοινή ψήφο και γνώμη όλης της αδελφότητας, διόρισε. Ηγούμενο τον πλέον ενάρετο και εμπειρότατο σε όλα,
απεφάσισε να αναχωρήσει. Αφού, λοιπόν τούς ασπάσθηκε ένα, ένα, τούς παρέδωσε στον Δεσπότη Χριστό και αναχώρησε.
Ο Άγιος κατοικεί σε σπήλαιο
Ο Άγιος περιπάτησε μια ολόκληρη μέρα δρόμο. Οπότε κοντά στην Ιεριχώ βρήκε ένα σπήλαιο πολύ κατάλληλο για να μείνει, γιατί γύρω είχε πολλή ησυχία. Έμεινε εκεί αρκετό καιρό
εντελώς άγνωστος και κρυμμένος. Έτρωγε ότι χόρτα εύρισκε από τη γη με μόνη συντροφιά τη συνομιλία με τον Θεό. Αλλά ο πανάγαθος Θεός, δεν άφησε κρυμμένο τον δούλο Του,
αλλά τον φανέρωσε στον κόσμο με τα θαύματά Του, τα οποία έκανε διά μέσου του δούλου Του. Γιάτρευε διάφορα πάθη ψυχικά και σωματικά.
Ο Χαρίτων ιδρύει νέαν Λαύρα
Πολλοί από τούς ειδωλολάτρες πού θεράπευε έβλεπαν την Χριστιανική ζωή του Αγίου και τον θαύμαζαν. Άκουαν τούς λόγους του, τις συμβουλές του πού ωφελούσαν την ψυχή τους
και με τη θέληση τους αρνήθηκαν τον κόσμο και όλα τα καλά του και έγιναν μοναχοί για να μείνουν κοντά του. Γι αυτό έκανε δεύτερη Λαύρα, δηλ. και άλλο Μοναστήρι. Όμως οι
Εβραίοι από φθόνο ζητούσαν να εξαφανίσουν το Μοναστήρι. Παρ’ όλα αυτά και εκεί έρχονταν πολλοί κάθε μέρα και ούτε ο Άγιος ούτε οι Μοναχοί είχαν ησυχία.
Νέα μετακόμιση του Αγίου
Επειδή, λοιπόν, ο Άγιος επιζητούσε την ησυχία και την ταπείνωση, όταν είδε ότι άρχισαν να τον θαυμάζουν αποφάσισε να αφήσει τη Λαύρα και να εύρη νέο τόπο ήσυχο. Γι αυτό
έδωσε παραγγελίες στους μοναχούς για τη ζωή πού πρέπει να κάνουν σαν Χριστιανοί μοναχοί, όρισε και εγκατάστησε άξιο επιστάτη και οδηγό γι αυτούς, και αναχώρησε από εκεί.
Βαδίζοντας έφθασε σε ένα ήσυχο τόπο της ερήμου, πού λεγόταν Θεκώος. Έπειτα πηγαίνοντας προς αυτόν και άλλοι και μάλιστα ειδωλολάτρες ωφελούντο πολλοί! Πολλοί πίστευαν
και βαπτίζονταν.
Άλλοι οδηγούντο στην Μοναχική ζωή, προσπαθώντας να μιμηθούν την ζωή του Αγίου. Το πλήθος έγινε πάλι πολύ. Συνάχθηκαν και εκεί πολλοί Μοναχοί και έκαμε νέα Λαύρα, πού
την ονόμασε Σουκάν. Ένεκα όμως της πολλής αγάπης του προς την ησυχία, ερευνώντας εύρε ένα θεόκτιστο σπήλαιο επάνω σε βουνό μάλλον σε ένα γκρεμό, και όχι μακριά πολύ
από τη Λαύρα. Το σπήλαιο αυτό το έλεγαν Κρεμαστό, επειδή ήταν υψηλότατο από τη γη, και στο οποίο ανέβαιναν μόνον με σκάλα. Σ’ αυτό λοιπόν, ανέβηκε ο μεγαλόψυχος Χαρίτων
και κατοίκησε.
Ησύχαζε εκεί ο Άγιος πολύ καιρό. Δεν μπορούσε όμως λόγω της μεγάλης του ηλικίας, και από τούς κόπους της ασκήσεως να εξυπηρετείται μόνος του. Δεν μπορούσε να μεταφέρει
το νερό, πού χρειαζόταν τόσο ψηλά. Καταφεύγει στον Θεό. Και με την προσευχή του, ώ τού θαύματος! Ανέβλυσε παρευθύς νερό καθαρότατο. Το νερό αυτό τρέχει μέχρι σήμερα
από μια πλευρά τού σπηλαίου, και ανακουφίζει όχι μόνον τη σωματική δίψα, αλλά και θεραπεύει και κάθε ασθένεια.
Μετά από καιρό ο Χαρίτων κατεβαίνει από το σπήλαιο και πήγε στην Ιερή Λαύρα Φαράν, όπου εκεί ήθελε να κάνει την διαθήκη του, για να αφήσει κληρονομιά στους μαθητές του.
Η Διαθήκη του Αγίου
Στην Διαθήκη του ο Όσιος τους παρακαλούσε να φυλλάτουν την Θεοπαράδοτη πίστη, χωρίς να κλονίζονται και να παραμείνουν σταθεροί στα ορθά δόγματα την Εκκλησίας του
Χριστού, γιατί αιρετικοί θα προσπαθήσουν να ταράξουν την Εκκλησία και θα παρασύρουν κόσμο στα αιρετικά του φρονήματα. Τους προέτρεψε να φυλλάξουν την παρθενία και
τον καθαρισμό του σώματος ώστε να γίνουν ναοί αμόλυντοι. Γιατί με αυτή τη ζωή την αμόλυντη, θα επιθυμήσει και ο καθαρότατος Θεός να κατοικήσει στις καρδιές τους και να
γεμίσει και την ψυχή τους με τον αγιασμό και την ανεκλάλητη ευωδιά Του. Έπειτα του θύμισε την σημασία της νηστείας, της προσευχής, των δακρύων και των ενθύμηση του
θανάτου, τα οποία είναι όπλα ενάντια στους κακούς λογισμούς του διαβόλου. Επίσης τους θύμισε ότι μεγαλύτερο κακό είναι η υψηλοφροσύνη και η υπηρεφανεία, η οποία είναι
ικανή να εξαλείψει κάθε καλό που έχει ο άνθρωπος. Πρέπει επίσης να προσέχουν πολύ να μη κατακρίνουν, διότι η κατάκριση είναι γέννημα ψυχής ανθρώπου υπερήφανου, ο
οποίος καταδικάζει με το νου του όλους τους ανθρώπους. Τους ζήτησε να μην παύσουν ποτέ να κρίνουν και να εξετάζουν όλα τους τα απόκρυφα δηλαδή τους λογισμούς τους,
τα έργα τους, αλλά να διορθώνουν τα σφάλματα τους.
Τους θύμισε τα καθαρτικά, πού καθαρίζουν την ψυχή από το μόλυσμα της αμαρτίας. Και τα οποία είναι, τα δάκρυα, οι αναστεναγμοί, η συντριβή της καρδιάς, η εξομολόγηση, η
νηστεία, η προσευχή, να κοιμάσαι κατά γης σε μια ψάθα, και όλα τα άλλα γιατρικά, πού επιβάλλουν εκείνοι, πού μετανοούν στον εαυτό τους. Τέλος τους θύμισε την συγχώρεση,
δηλαδή να συγχωρούν τα σφάλματα αυτών που φταίουν.
Αυτά και άλλα όμοια διδάσκοντας τούς μαθητές του ο θείος Χαρίτων, τούς ευχήθηκε την εξ ύψους σωτηρία της ψυχής τους. Έπειτα χωρίς καμία ασθένεια χωρίς κανένα πόνο στα
μέλη του σώματος του, έπεσε πάνω στο κρεβάτι του, άπλωσε τα πόδια του, σταύρωσε τα χέρια του και παρέδωσε αμέσως την αγία του ψυχή, πού έχαιρε, στους Αγίους Αγγέλους,
και έτσι πήγε στην ατέλειωτη μακαριότητα, εκεί όπου διαδέχεται ανάπαυση ευτυχισμένη, εκείνους, πού ίδρωσαν και κοπίασαν στον αμπελώνα τού Κυρίου και περπάτησαν τη στενή
και θλιμμένη οδό της αρετής.
Στίχος
Της γης πατήσας τάς τρυφάς ο Χαρίτων κατατρυφά νύν ουρανού των χαρίτων• εικάδι ογδοάτη Χαρίτων θάνε γήραϊ μακρώ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χαρίτων τοῦ Πνεύματος, καταυγασθεὶς ταῖς αὐγαῖς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς ἐναρέτου ζωῆς, Χαρίτων μακάριε• σὺ γὰρ ὁμολογίᾳ, ἀληθείας ἐμπρέψας,
ἔλαμψας ἐν ἐρήμῳ, ἐγκράτειας τοῖς πόνοις. Διὸ τῶν εὐφημούντων σε, Πάτερ μνημόνευε.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ΄.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας• καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας• καὶ γέγονας
φωστὴρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Χαρίτων Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν χαρίτων ἐραστὴς τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν
Ὁμολογίας ἐθησαύρισας τὰς χάριτας
Τὸν Χριστὸν ὁμολογήσας, Πάτερ Χαρίτων.
Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας ἐνδιαίτημα
Μοναζόντων παιδοτρίβης ἐχρημάτισας
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ θεόληπτε.
Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Κατατρυφήσας θεόφρον τῆς ἐγκρατείας, καὶ τῆς σαρκός σου τὰς ὀρέξεις χαλινώσας, ὤφθης τῇ πίστει αὐξανόμενος• καὶ ὡς ζωῆς ἐν μέσῳ, ξύλον Ἐδὲμ
ἐξήνθησας, Χαρίτων παμμάκαρ ἱερώτατε.
Κάθισμα Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῖς λόγοις ἐκόσμησας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τοῖς ἔργοις ἐτίμησας, τὸ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, Χαρίτων μακάριε• ἔλαμψε γὰρ ἐν κόσμῳ, ἡ ἐν σοὶ σωφροσύνη,
χαρίτας ἰαμάτων, ἀπαστράπτουσα πίστει• διὸ καὶ ἑορτάζομεν, πόθῳ τὴν μνήμην σου.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῆς ἀθλήσεως πόνοις δοκιμασθείς, τῆς ἀσκήσεως ἄθλοις βεβαιωθείς, χρυσίου λαμπρότερον, εὐσεβείᾳ ἀπήστραψας, καὶ καθαρὸν δοχεῖον ὑπάρξας τοῦ
Πνεύματος, πονηρῶν πνευμάτων τὸ σκότος ἐμείωσας• ὅθεν συναθροίσας, μοναζόντων ἀγέλας, ποιμὴν τούτων γέγονας, καὶ φωστὴρ διαυγέστατος•
Ὦ Χαρίτων μακάριε, πρὲσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τοῦτον τὸν μέγαν ἐν τοῖς Ὁσίοις, τὸν φωστῆρα τὸν θεῖον Ἰκονίου πιστοί, Χαρίτωνα τὸν μακάριον, ἐν ὑμνῳδίαις ἀνευφημήσωμεν, καὶ ἐν ᾄσμασι θείοις,
αὐτοῦ τὴν κάραν στέψωμεν• τὴν γὰρ ὀφρὺν τῶν ματαίων εἰδώλων ἠδάφισε, σὺν τούτοις καὶ τῶν δαιμόνων τὴν ἐνέργειαν πᾶσαν ἐνέκρωσε• διὸ τοὺς
πόνους μὲν ἤνεγκε, τῶν βραβείων δὲ ἔτυχεν ἀληθῶς• Αὐτὸν οὖν ἐπαινοῦντες γεραίρομεν, τοῦ κόσμου φωστῆρα τὸν παγκόσμιον.
Μεγαλυνάριον.
Θείων Ἀθλοφόρων συγκοινωνός, εὐκλεῶν Ὁσίων, ὑποφήτης θεοειδής, Χαρίτων ἐδείχθης, ἐν ἑκατέροις λάμψας• ἐντεῦθεν καταυγάζεις, κόσμον ταῖς χάρισι.
Όσιος Ισαάκ ο Σύρος
Βιογραφία
Συνηθιζόταν να μνημονεύεται το όνομα του στις 28 Ιανουαρίου μαζί με τον άλλο μεγάλο Σύρο πατέρα της Εκκλησίας, τον όσιο Εφραίμ.Ωστόσο εδώ και μερικά χρόνια και με πρωτοβουλία του οσίου γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου,ο οποίος ευλαβείτο πολύ τον όσιο Ισαάκ, συντάχθηκε η ακολουθία του και επελέγη η 28η Σεπτεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της οσιακής μνήμης του.Μάλιστα χτίστηκε στο Αγιον Όρος και ο πρώτος ναός του Οσίου, σε κελλί μοναχού της συνοδείας του γέροντος Παϊσίου.Από το βιβλίο «Ασκητικοί λόγοι. Αββάς Ισαάκ του Σύρου», Εκδόσεις Απόστολος Βαρνάβας, διαβάζουμε:Ο όσιος πατήρ ημών Ισαάκ, ο μέγας και θαυμαστός στην αρετή, ο ουρανοπολίτης αυτός άνθρωπος και επίγειος άγγελος, του θαυμάσιου εκείνου Αβραάμ όχι υιός, αλλά γνήσιος απόγονος, υπήρχε το μεν γένος Σύρος, γεννήθηκε δε κατά άλλους στην Νινευή πόλιν της Μεσοποταμίας, κατ’ άλλους γεννήθηκε και ανατράφηκε και μεγάλωσε σε κάποια κωμόπολη, όχι μακριά της Εδέσσης, πόλεως της Συρίας.Ποίοι υπήρξαν οι γονείς τούτου του μακαρίου πατρός και ποίας καταστάσεως άνθρωποι ήσαν και πώς λεγόντουσαν, είναι άγνωστο. Γνωρίζομε όμως, ότι ο θείος ούτος πατήρ στην ακμή της ηλικίας του απαρνήθηκε τον κόσμο και τα εν τω κόσμο απήλθε μετά του αυτάδελφού του σε κοινόβιο, στα μέρη εκείνα του αγίου μάρτυρος Ματθαίου καλούμενο, οπού και άλλοι πολλοί τότε ασκούσαν την εν σώματι Αγγελική πολιτεία.Αφού ντύθηκε το αγγελικό σχήμα και τον τρόπον και τον βίον και γυμνάστηκε στους ασκητικούς αγώνας και πόνους και κορέστηκε εκ του γάλακτος της πρακτικής αρετής και αφού με ικανό τρόπο κατεκοίμησε τα άταχτα της σάρκας πάθη και την σάρκα καθυπέταξε στο πνεύματι, πεθύμησε την στερεά της βαθυτέρας θεωρίας του πνεύματος τροφή.Και αμέσως έφυγε από το κοινόβιο και από όλη εκείνη της ιερά αδελφότητα και δρομαίος ήλθε ως διψασμένο ελάφι στις πηγές των υδάτων σε ερημικό τόπον, μακριά του κόσμου και της συναναστροφής των πολλών, κατοίκησε εντός μεμονωμένου κελιού, μόνος μόνω τω Θεώ και τω εαυτού πνεύματι ασχολούμενος.Ο δε αυτάδελφος, όταν ανέλαβε την ηγουμενία του κοινοβίου, έγραφε επανειλημμένως προς αυτόν και τον παρακαλούσε δεόμενος, να επανέλθει στην πρώτη αυτού μετάνοια, αλλά ο θείος Ισαάκ γλυκαθείς τη γλυκύτητα της θεωρίας του πνεύματος και της μελέτης των θείων εννοιών και της νοεράς προσευχής, παντελώς δεν πρόσεχε στου αδελφού τις παρακλήσεις, ουδέ συγκατατέθηκε ν’ αφήσει το της ησυχίας αμέριμνο και ατάραχο. Και αφού οι παρακλήσεις δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν την επιστροφή του, θεία αποκάλυψις προσκάλεσε αυτών άνωθεν στην αρχιερατική επιστασία των Νινευιτών εκκλησίας. Και εάν ένας τον αδελφών αυτού, εφάνη παρήκοος πρότερον, ύστερον όμως στην θεία φωνή υπέκυψε τον αυχένα μετά ταπεινώσεως. Αφήνει λοιπόν την έρημο και ησυχία ο φιλέρημος και φιλήσυχος Ισαάκ και της μεγαλουπόλεως Νινευή προχειρίζεται επίσκοπος.Δεν έπρεπε βέβαια ο λύχνος να βρίσκεται υπό τον ερημικό μόδιο κρυμμένος, αλλά να τεθεί επί την ποιμαντική λυχνία, για να διαυγάσει στους μακράν της ερήμου ευρισκομένους της διδασκαλίας και αρετής το φως αλλά αυτό λίγο διήρκεσε, και τόσο, ώστε μόλις ανέτειλε και φάνηκε το φως στον ορίζοντα της εκκλησίας, και πάλιν έδυσε και κρύφτηκε καθότι ο όσιος ούτος πατήρ έπαθε ο,τι και ο θείος Γρηγόριος ο θεολόγος, ο οποίος όταν ψηφίστηκε επίσκοπος Σασίμων, αμέσως αναχώρησε από εκεί. Αίτια δε της αμέσως από την επισκοπική θέση αναχωρήσεις του πατρός Ισαάκ υπήρξε το εξής περιστατικό.Όταν χειροτονήθηκε ο όσιος και κάθισε στο επισκοπικό οίκημα, παρέστησαν ενώπιον του δύο χριστιανοί, ο ένας ήταν δανειστής, ο άλλος οφειλέτης· και ο μεν δανειστής απαιτούσε το δάνειο, ο δε οφειλέτης ομολογούσε το χρέος, άλλα μη έχων προς το παρόν τα χρήματα ζήτησε μερικές ημέρες προθεσμία αλλά ο άσπλαχνος εκείνος δανειστής, είπε ότι εάν δεν μου αποδώσει, σήμερα αυτός το δάνειο, εγώ εξάπαντος παραδίδω αυτόν στον κριτή. Ο δε όσιος πατήρ Ισαάκ λέγει προς αυτόν, τέκνον, εάν για την εντολή του Ευαγγελίου οφείλεις και τα δια της βίας παρά σου αφαιρεθέντα πράγματα να μη ζητείς, πόσο μάλλον δεν πρέπει να υπομένεις λίγες μέρες ημέρας αυτόν ο οποίος σε παρακαλεί; Ο δε ανελεήμων εκείνος δανειστής, άφες, πάτερ, ήδη το ευαγγέλιον, είπε με αυθάδεια και αναχώρησε από εκεί. Μόλις άκουσε αυτά ο όσιος Ισαάκ, είπε στον εαυτό του εάν αυτοί δεν υπακούν στα προστάγματα του ιερού ευαγγελίου, τι λοιπόν εγώ ήλθα εδώ να πράξω; Αυτά είπε, και ευθύς αναχώρησε πάλιν στην έρημο, και ήλθε και κατοίκησε στο πρώτον του κελίον, οπού μέχρι θανάτου ανδρείως και καρτερικώς υπέμεινε.Ποιους δε αγώνας ανέλαβε ο μακάριος ούτος πατήρ κατά των δαιμόνων και της σαρκός, και ποιός υπήρξε κατά την πρακτική και θεωρητική αρετή, και σε πόση ψυχής τελειότητα έφθασε, και ποια χαρίσματα αξιώθηκε στο βίο όσο ζούσε επί της γης, όλα αυτά είναι περιττό να διηγηθεί κάποιος· Καθόσον ευκόλως εννοούνται από τα ίδια λόγια που περιέχει το παρόν βιβλίο.Από όσα μπορούν να γίνουν φανερά ότι όσα έγραψε ό θείος ούτος πατήρ, πρώτον κατόρθωσε αυτά ο ίδιος γιατί στον εικοστό έκτον λόγον λέγει, «εν πολλώ καιρώ πειραζόμενος από τα δεξιά και από τα αριστερά και εαυτόν δοκιμάσας εν τοις δυσί τρόποις τούτοις πολλάκις, και δεξάμενος εκ του εναντίου πληγάς αναρίθμητους, και αξιωθείς μεγάλων αντιλήψεων κρυπτώς, εκομισάμην εαυτω πείραν εκ των μακρών χρόνων των ετών, και εν δοκιμασία και Θεού χάριτι ταύτα εμαθον»· στον δέκατο πέμπτο λόγο λέγει, «ταύτα έγραψα προς ανάμνησιν εμήν, και παντός έντυχάνοντος τώδε τω συγγράμματι, καθώς κατείληφα από τε της θεωρίας των γραφών, και των αληθινών στομάτων, και μικρόν απ’ αυτής της πείρας»· αλλά και όσης χάριτος αξιώθηκε παρά Θεού δεν δυνήθηκε να παρασιώπηση, και σε πολλούς άλλους λόγους αμυδρώς, μάλιστα στον τριακοστό όγδοο φανερώς διακηρύττει λέγων, «πολλάκις οτε ταύτα έγγραφων, υπελείποντό μου οι δάκτυλοι επί τον χάρτη, και ούχ υπέφεραν κατέναντι της ηδονής, της εμπιπτούσης εν τη καρδία μου, και τας αισθήσεις κατασιγαζούσης». Κατά τούτο πρέπει να θαυμάσει κάποιος την αρετή του θείου πατρός, ότι ενώ ευρίσκετο μακράν των ανθρώπων, κατεφλέγετο υπό της προς αυτούς αγάπης, καθώς ο ίδιος περί εαυτού διαμαρτυρόμενος, στον αυτόν λόγον λέγει, «διότι γέγονα μωρός, ούχ’ υπομένω φυλάξαι το μυστήριον εν σιωπή, αλλά γίνομαι άφρων για την των αδελφών ωφελείαν διότι αυτή εστίν ή αγάπη ή αληθινή, ήτις ου δύναται υπόμεινε εν τινι μυστήριο εκ των αγαπητών αυτής»· για αυτό στην έρημο ευρισκόμενος, πότιζε αφθόνως δια του ζωηρού νάματος της διδασκαλίας του τας ψυχάς των αδελφών.Έζησε ο άγιος ούτος, αρχομένης της εβδόμης από κτίσεως κόσμου χιλιάδος, το οποίο εξάγεται από κάποιο χωρίου του τριακοστού τρίτου λόγου, όπου περί των δαιμόνων λέγει ούτως, «εξ εναντίας γαρ τούτων (των δαιμόνων), των εχόντων εξακισχιλίους χρόνους εισφέρεις εαυτόν δογμάτισε» από αυτό γίνεται φανερό, ότι όταν τον λόγον έγραφε, υπήρχε ήδη τελειωμένο το από κτίσεως κόσμου εξακισχιλιοστόν έτος. |