27 Αυγούστου μνήμη του Αγίου μάρτυρος Φανουρίου , του εν αγίοις πατρός ημών Οσίου , επισκόπου Κορδούης και του Οσίου πατρός ημών Ποιμένος
Βίος Αγίου μεγαλομάρτυρος Φανουρίου του Νεοφανούς
Η Ανεύρεση της Εικόνας
Τον καιρό πού οι Αγαρηνοί κατέλαβαν την νήσο Ρόδο θέλησαν να οχυρώσουν και πάλι το όμορφο νησί και να ξαναφτιάξουν τα τείχη της πόλης, τα όποια είχαν καταστραφεί σε
πολλά σημεία από τις αλλεπάλληλες πολεμικές συγκρούσεις.
Προς το νότιο μέρος του φρουρίου της πόλης πού ήτο και κατεστραμμένο υπήρχαν πολλά μισογκρεμισμένα σπίτια και προς τα εκεί εστράφησαν οι κατακτηταί να πάρουν πέτρες
για τις ανάγκες του φρουρίου. Πήραν λοιπόν μαζί τους και πολλούς χριστιανούς, σαν εργάτες και άρχισαν να σκάβουν τα ερείπια. Εκεί μέσα ανακάλυψαν καταπλακωμένη μια
ωραιοτάτη εκκλησία και πλήθος εικόνων, πού ήσαν όμως πολύ κατεστραμμένες και δεν μπορούσε κάνεις να διακρίνει λεπτομέρειες, παραστάσεις ή γράμματα.
Ξαφνικά όμως καθώς σκάλιζαν οι εργάτες μέσα στο ναό βρήκαν μια θαυμάσια, ολοκάθαρη και άφθαρτη εικόνα, πού έμοιαζε σαν να είχε αγιογραφηθεί την ίδια ημέρα. Και αυτό
είναι μια πρόσθετη απόδειξη ότι η ανεύρεση δεν ήταν τυχαία αλλά δωρεά του Θεού. Η Εικόνα έγραφε επάνω «Άγιος Φανούριος»
Στρατιωτικός και ομολογητής Χριστού
Ας εκθέσουμε λοιπόν το Συναξάρι του αγίου Φανουρίου, όπως συνάγεται από τις παραστάσεις της εικόνας του:
Στα πλαίσια, φαίνεται, ενός από τους πολλούς διωγμούς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων κατά των χριστιανών, συνελήφθη και ο στρατιωτικός Φανούριος με την κατηγορία ότι δεν
σέβεται και δεν θυσιάζει στους θεούς πού επέβαλε το τότε καθεστώς. Οδηγήθηκε για το λόγο αυτό ενώπιον του αρμόδιου δικαστή, ο οποίος τον υπέβαλε σε σχετική ανάκριση.
Ο Φανούριος ομολόγησε τη χριστιανική του πίστη. Αρνήθηκε να προσφέρει θυσία στους ειδωλολατρικούς θεούς και διακήρυξε αφοσίωση στον μόνο αληθινό Θεό.
Αφού ο δικαστής ανακριτής είδε την εμμονή του αγίου στην πίστη του, κατά την τακτική πού ακολουθούσαν την εποχή των διωγμών, παρέδωσε το χριστιανό ομολογητή σε δήμιους
για να τον «συνετίσουν». Πρώτο μαρτύριο ήταν κατά την εικονογραφική παράσταση το χτύπημα της κεφαλής του αγίου Φανουρίου με πέτρες εκ μέρους των δημίων. Το υπέμεινε
χωρίς διαμαρτυρίες και γογγυσμούς, για τη δόξα του ονόματος του Κυρίου.
Η οδός των μαρτυρίων
Διαπιστώνοντας ο δικαστής ότι όχι μόνο δεν κάμπτεται ο γενναίος αθλητής του Χριστού στην πρώτη αυτή δοκιμασία, αλλά με παρρησία υπομένει, δοξολογώντας τον Κύριο και
Θεό του, δίνει εντολή να συνεχιστούν τα μαρτύρια με πιο άγριο τρόπο. Και σ’ αυτό ήταν εξασκημένοι και έμπειροι οι βασανιστές των αγίων της Πίστεως. Σύμφωνα λοιπόν με τις
υπόλοιπες παραστάσεις της εικόνας πού βρέθηκε, ακολούθησαν τα έξης, στη μακρά οδό του μαρτυρίου του αγίου Φανουρίου:
Τον ρίχνουν καταγής και τον χτυπούν με ξύλα, μαστίγια και ρόπαλα, ενώ ο μεγαλομάρτυς τα αντιμετωπίζει ημίγυμνος με καρτερία, χωρίς φωνές και ικεσίες να τον λυπηθούν.
Η γαλήνη είναι αποτυπωμένη στο πρόσωπο του. Και η ψυχή του ασφαλώς θα βρίσκεται κοντά στον αρχηγό της πίστεως και τελειωτή Ιησού.
Στην επόμενη παράσταση εμφανίζεται να τον έχουν κλεισμένο στη φυλακή. Όχι όμως σε ησυχία. Διότι δύο από τους φρουρούς της τον έχουν ξαπλώσει και ξεσχίζουν το σώμα του
με ειδικά σιδερένια νύχια. Αυτό ήταν ένα αυτό τα συνηθισμένα μαρτύρια στα οποία υπέβαλαν κατά την περίοδο των διωγμών τους χριστιανούς. Και αφού τους ξέσχιζαν τις σάρκες,
έριχναν στις πληγές καυτό λάδι ή αλάτι, ή τις έκαιγαν με αναμμένες λαμπάδες, προκαλώντας αφόρητους πόνους και προσπαθώντας να κάμψουν την πίστη των χριστιανών.
Μετά από το μαρτύριο τούτο αφέθηκε για λίγο ο άγιος στη φυλακή, προφανώς για να ξανασκεφθεί όχι μόνο τις απειλές του δικαστή αλλά και τις υποσχέσεις του.
Στην πέμπτη λοιπόν παράσταση ο φυλακισμένος άγιος Φανούριος, οντάς αποφασισμένος για το τελικό μαρτύριο, δεν σκέπτεται τιμές και αξιώματα. Προσεύχεται, ζητώντας τη
χάρη και την ενίσχυση του Θεού, ώστε να «μείνει πιστός άχρι θανάτου».
Ακολουθεί νέα προσαγωγή του ενώπιον του δικαστή, με την παρουσία φρουρών. Ανακρίνεται και πάλι. Ομολογεί με θάρρος την πίστη του. Δεν πείθεται στα επιχειρήματα της
εξουσίας. Αντίθετα, μιλάει με πειθώ και παρρησία για τον Ιησού Χριστό και τη σωτηρία πού έφερε στους ανθρώπους οι οποίοι πιστεύουν σ’ αυτόν. Η όλη στάση του φανερώνει
ότι με θάρρος αντιμετωπίζει και τα απειλούμενα νέα βασανιστήρια, αλλά και το τελικό μαρτύριο.
Η συνέχεια παρουσιάζεται στην επόμενη απεικόνιση. Μέσα στη φυλακή ή το προαύλιο της ο άγιος Φανούριος εμφανίζεται δεμένος στα χέρια και τα πόδια σε κατακόρυφο ξύλο,
ενώ δύο από τους φρουρούς δεσμώτες κατακαίνε τα πλευρά του, προκαλώντας πόνους, παρόλο πού ο μάρτυς τους υπομένει με καρτερία και από την όλη στάση του δεν δείχνει
να τους υπολογίζει. Το πρόσωπο του είναι ιλαρό και ασφαλώς η σκέψη και η καρδιά του βρίσκονται κοντά στον Κύριο.
Η υπομονή του αγίου στα μαρτύρια εξαγρίωνε όλο και περισσότερο το δικαστή, αλλά και τους δήμιους του. Και από τα ελαφρότερα τον υπέβαλαν σε πλέον επώδυνα βασανιστήρια,
ελπίζοντας ότι στο τέλος θα δειλιάσει, θα σκεφτεί τη νεότητά του, θα καμφθεί το φρόνημά του και θα απαρνηθεί τη χριστιανική του ιδιότητα, για να κερδίσει τη ζωή του. Έτσι τον
υπέβαλαν στο μαρτύριο του τροχού. Τον έδεσαν δηλαδή ημίγυμνο σ’ ένα μάγκανο (τροχό) με καρφιά, ενώ και στο έδαφος είχαν τοποθετήσει αιχμηρά σίδερα πού εξείχαν προς τα
πάνω. Καθώς λοιπόν γύριζαν το μάγκανο αυτό, ξεσχίζονταν οι σάρκες του μάρτυρα, τόσο από κάτω όσο και από τα καρφιά του τροχού. Αλλά ούτε και το φρικτό αυτό μαρτύριο τον
λύγισε.
Έτσι προχώρησαν στο επόμενο, όπως απεικονίζεται στην ένατη κατά σειράν παράσταση: Τον έριξαν σε βαθύ λάκκο, μες στον οποίο υπήρχαν αγριεμένα και νηστικά θηρία, με
σκοπό να τον κατασπαράξουν. Αλλ’ ώ του θαύματος! Η προστασία και χάρη του Θεού δεν επέτρεψε στα θηρία να επιτεθούν στον μάρτυρα του Κυρίου. Τού φέρθηκαν σα να ήταν
εξημερωμένα, προκαλώντας το θαυμασμό και την απορία των δημίων και του ίδιου του δικαστή.
Ο φανατισμός τους όμως ήταν τόσο ανεξέλεγκτος, πού αντί να προβληματιστούν και να ενδιαφερθούν για την όντως αλήθεια της χριστιανικής πίστεως, συνέχισαν το βασανισμό
του αγίου Φανουρίου. Με νέο μαρτύριο: Τον ξάπλωσαν στη γη και έβαλαν πάνω στο εξασθενημένο από τα σκληρά βασανιστήρια σώμα του βαριά πέτρα, πιστεύοντας πώς αυτό
θα έθετε τέρμα στη ζωή του. Και πάλι απατήθηκαν, αφού ο Ιησούς Χριστός, στον οποίο δεν έπαψε ο μάρτυς να προσεύχεται, τον προστάτεψε, δίνοντάς του αντοχή και δύναμη για
να σηκώσει τη βαριά πέτρα.
Τότε ο δικαστής κάνει μία τελευταία, απεγνωσμένη προσπάθεια, πού παριστάνεται στην ενδέκατη ένθετη εικόνα: Δίνει εντολή και οδηγείται ο άγιος Φανούριος δεμένος μπροστά
σε ειδωλολατρικό βωμό, παρακινείται δε για ύστατη φορά να θυσιάσει. Πλην μάταιος ο κόπος. Έπειτα από τόσα μαρτύρια και πίεση, στην οποία ανταπεξήλθε με καρτερία και
ηρωισμό, πού μόνο στους γενναίους αθλητές της πίστεως συναντά κανείς, ήταν αδύνατο πλέον να προδώσει τον Κύριο και Θεό του για χάρη ειδώλων που ήταν «έργα χειρών
ανθρώπων». Με κατηγορηματικό τρόπο αρνήθηκε να θυσιάσει. Στην παράσταση εμφανίζεται να κρατά αναμμένα κάρβουνα. Θα του ήταν αρκετό να τα βάλει με θυμίαμα στο
βωμό και να θεωρηθεί έτσι ότι προσφέρει θυσία. Όμως προτίμησε να καίγονται οι παλάμες του!
Η τελείωση του
Ήταν πλέον φανερό ότι ο άγιος Φανούριος δεν επρόκειτο να ενδώσει σε κανένα από τα βασανιστήρια πού είχε επινοήσει η κρατική εξουσία και εκτελούσαν με ιδιαίτερη
βαναυσότητα οι δήμιοι. Το είχε ο άγιος αποδείξει με το θάρρος της ομολογίας, με την καρτερία, με την προσευχή, με την αποφασιστικότητά του να υπομείνει ως το τέλος για τη
δόξα του Χριστού.
Απογοητευμένος και συνάμα οργισμένος ο δικαστής από την αποτυχία του να μεταστρέψει τον άγιο Φανούριο και να τον φέρει ατούς κόλπους των ειδωλολατρών, έβγαλε την
τελεσίδικη απόφασή του: Να θανατωθεί ο χριστιανός νέος διά της πυράς! Και την τελική αυτή σκηνή αναπαριστά η δωδέκατη κατά σειράν ένθετη εικόνα: Ανάβουν οι δήμιοι δυνατή
φωτιά σ’ ένα καμίνι και ρίχνουν μέσα του τον μάρτυρα του Χριστού. Κι ενώ οι φλόγες κατατρώγουν τις σάρκες του, εκείνος γαλήνιος, με τα χέρια υψωμένα σε στάση προσευχής,
ευχαριστεί τον Κύριο γιατί τον αξίωσε να μαρτυρήσει για το όνομά Του και παραδίδει την αγιασμένη ψυχή του σ’ Αυτόν, για να την κατατάξει στο ουράνιο τάγμα του «νέφους των
μαρτύρων».
Η αναστήλωση του ναού του
Αφού βρέθηκε η εικόνα, ο καλός εκείνος ποιμένας και αρχιερέας του Θεού, ο Νείλος, πήγε στον ηγεμόνα της Ρόδου και ζήτησε την άδεια να ξαναχτίσει τον ερειπωμένο ναό, στον
οποίο κατά την ανασκαφή είχε βρεθεί η εικόνα του αγίου. Ο ηγεμόνας αρχικά δεν έκανε δεκτό το αίτημα. Μπροστά όμως στην επιμονή του Νείλου υποχώρησε και έδωσε την
συγκατάθεσή του. Τότε ο αρχιερέας ανήγειρε και πάλι τον ιερό εκείνο ναό.
Ο σωζόμενος σήμερα ναΐσκος είναι βυζαντινός, πού επί τουρκοκρατίας είχε μετατραπεί σε τζαμί, γνωστό με το όνομα Πιαλεντίν, προς τιμήν ομώνυμου πασά.
Σύμφωνα, τέλος, με Κώδικα (άριθμ. 1190) της Βιβλιοθήκης του Βατικανού, φερμένο από τους Ιππότες, στη Ρόδο υπήρχε την εποχή τους και Μοναστήρι αφιερωμένο στη μνήμη
του μεγάλο μάρτυρος αγίου Φανουρίου.
Τό Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Ἦχος δ΄.
Οὐράνιον ἐφύμνιον ἐν γῆ τελεῖται λαμπρῶς, ἐπίγειον πανήγυριν νῦν ἑορτάζει φαιδρῶς, Ἀγγέλων πολίτευμα, ἄνωθεν ὑμνωδίαις, εὐφημούσι τούς ἄθλους,
κατωθεν Ἐκκλησία, τήν οὐράνιον δόξαν ἤν εὖρες πόνοις καί ἄθλοις τοῖς σοῖς, Φανούριε ἔνδοξε.
Κοντάκιον Ἦχος γ΄.
Ἱερεῖς διέσωσας αἰχμαλωσίας ἄθεου, καί δεσμά συνέθλασας, δυνάμει θεία Θεοφρον, ἤσχυνας τυράννων θράση γεναιοφρόνως, ηὔφρανας Ἀγγέλων τάξεις
Μεγαλομάρτυς, διά τοῦτο σέ τιμῶμεν, θεῖε ὁπλίτα, Φανούριε ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον
Τούς ἀσπαζομένους τήν σήν σεπτήν, εἰκόνα ἐν πίστει, καί αἰτοῦντας σήν ἀρωγήν, Μάρτυς κληρονόμους, τῆς θείας Βασιλείας Φανούριε, λιταίς σου, πάντας ἀνάδειξον.
Ὁ Ἅγιος Ὅσιος Ἐπίσκοπος Κορδούης (σημερινής Κόρντοβα) τῆς Ἱσπανίας
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ γενναία συμμετοχή του στοὺς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας.Πῆρε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια, καθὼς καὶ σ’ αὐτὴ τῆς Σαρδικῆς τὸ ἔτος 347.Ἐπίσης συνέπραξε στὸ νὰ ἀθωωθεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀπὸ τὶς ἐναντίον του κατηγορίες ἐκ μέρους τῶν Ἀρειανῶν. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος καταδίωκε ἀμείλικτα τὸν Ἀθανάσιο, τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ στὸν Ἱεράρχη τῆς Κορδούης Ὅσιο, ποὺ ὑπέβαλε σὲ πολλὲς ἐξορίες καὶ κακοπάθειες. Ὁ Ὅσιος ὅμως, κράτησε ὄρθιο τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του μέχρι τέλους. Δίκαια λοιπὸν τὸν ἐγκωμιάζει γι’ αὐτὰ ὁ Θεοδώρητος, ὁ δὲ Μέγας Ἀθανάσιος τὸν τιτλοφορεῖ πατέρα τῶν Ἐπισκόπων.Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον. Ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι καταλαμπόμενος, θεοειδὴς Ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἀνεδείχθης ἀληθῶς Ὅσιε ἔνδοξε, καὶ τοῦ Ἀρείου καθελών, αἵρεσιν τὴν δυσσεβῆ, ἀξίως ἐστεφανώθης, παρὰ τοῦ πάντων Δεσπότου· ὃν ἐκδυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου. Ἐν Ἱεράρχαις περίβλεπτος πέφηνας, καὶ τῆς Κορδούης ποιμὴν ὤφθης ἔνθεος, σοφίᾳ τῇ θείᾳ κοσμούμενος, καὶ ἀρετῶν τῷ φωτὶ Πάτερ Ὅσιε· διὸ οἱ πιστοὶ εὐφημοῦμέν σε.Μεγαλυνάριον. Χαίροις τῶν ποιμένων ἡ καλλονή, καὶ ἀρχιερέων, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις εὐσεβείας, ὁ θεῖος ὑποφήτης, Ὅσιε Ἱεράρχα, Πάτερ θεόσοφε.Όσιος Ποιμήν , ο μέγας ποιμήν των ψυχώνΟ Όσιος Ποιμήν ο Μέγας (αββάς Ποιμήν) γεννήθηκε στην Αίγυπτο περί το έτος 340 μ.Χ. Μαζί με τα δύο του αδέρφια («Ν»: μεγάλους αγίους επίσης), Ανούβ και Παΐσιο, πήγε σε ένα από τα μοναστήρια της Αιγύπτου, όπου και οι τρεις δέχθηκαν τη μοναχική κουρά. Τ ‘ αδέλφια ήταν τόσο αυστηροί ασκητές που όταν η μητέρα τους πήγε στο μοναστήρι για να δει τα παιδιά της, αυτοί δεν βγαίναν από τα κελιά τους για να την δουν. Η μητέρα τους παρέμεινε εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα και έκλαιγε. Τότε ο μοναχός Ποιμήν της είπε μέσα από την κλειστή πόρτα του κελιού: «Αν αντέξεις τον προσωρινό μας χωρισμό τώρα, τότε στην επόμενη ζωή θα μας δεις, αφού ευελπιστούμε στο Θεό, τον εραστή της ανθρωπότητας». Η μητέρα τους τότε ταπεινώθηκε και επέστρεψε στο σπίτι της.Η φήμη για τα κατορθώματα και τις αρετές του μοναχού Ποιμήν εξαπλωθεί σε όλες τις εκτάσεις της χώρας. Κάποτε ο κυβερνήτης της περιοχής θέλησε να τον δει. Ο μοναχός Ποιμήν όμως, αποφεύγε τη φήμη, αιτιολογόντας το ως εξής: «Αν αρχίσουν οι αξιωματούχοι να έρχονται σε μένα με σεβασμό, τότε, επίσης, πολλοί από τους ανθρώπους θα αρχίσουν να έρχονται σε μένα και θα διαταράσσουν ησυχία μου, και εγώ θα στερηθώ τη χάρη της ταπεινοφροσύνης, την οποία βρήκα μόνο με τη βοήθεια του Θεού». Και έτσι έστειλε την άρνηση του στον αγγελιοφόρο. Για πολλούς από τους μοναχούς, ο μοναχός Ποιμήν ήταν ένας πνευματικός οδηγός και δάσκαλος -ένας αββάς. Και σημείωναν τις απαντήσεις του για να βωηθείσουν στη διαπαιδαγώγηση και των άλλων, εκτός από τον εαυτό τους. Μια φορά ένας μοναχός τον ρώτησε: «Θα πρέπει άραγε κάποιος μοναχός να καλύπτει με το πέπλο της σιωπής την αμαρτία μιας υπέρβασης ενός άλλου μοναχού, αν τύχει να τον δει να την πράττει;». Ο γέροντας απάντησε: «Αν εμείς μεμφόμαστε τις αμαρτίες των αδελφών μας, τότε ο Θεός θα μεμφθεί και τις δικές μας αμαρτίες, και αν εσύ δεις ένα αμαρτωλό αδελφό, να μην πιστέψεις στα μάτια σου και να ξέρεις, ότι η δική σου η αμαρτία είναι σαν δοκάρι, ενώ η αμαρτία του αδελφού σου είναι σαν σκλήθρα, και τότε θ’ αποφύγεις τη στεναχώρια και τον πειρασμό για να τον κρίνεις».Ένας άλλος μοναχός στράφηκε προς τον άγιο, λέγοντας: «Αμάρτησα οικτρά και θέλω να αφιερώσω τρία χρόνια στη μετάνοια. Είναι ένα τέτοιο χρονικό διάστημα επαρκές;». Ο γέροντας απάντησε: «Αυτό είναι ένα μεγάλο χρονικό διάστημα». Ο μοναχός συνέχισε να ρωτά πόσο χρονικό διάστημα μετάνοιας υπολόγιζε ο άγιος ότι θα είναι αναγκαίο γι αυτόν – ένα χρόνο ή σαράντα μέρες; Ο γέροντας απάντησε: «Νομίζω ότι αν ένας άνθρωπος μετανοήσει από τα βάθη της καρδιάς του και ξεκινούσε από μια σταθερή πρόθεση να μην επιστρέψει πλέον προς την αμαρτία, τότε ο Θεός θα δεχόνταν ακόμη και ένα τριήμερο μετάνοιας». Στην ερώτηση, για το πώς να απαλλαγούμε από επίμονες κακές σκέψεις, ο άγιος απάντησε: «Αν ένας άνθρωπος έχει από τη μία πλευρά τη φωτιά, και από την άλλη πλευρά ένα δοχείο με νερό, στη συνέχεια, αν αρχίσει να καίγεται από τη φωτιά, παίρνει νερό από το δοχείο και την σβήνει. Όπως και αυτή, οι κακές σκέψεις προτάθηκαν από τον εχθρό της σωτηρίας μας, που σαν μια σπίθα μπορούν ν’ ανάψουν αμαρτωλές επιθυμίες μέσα στον άνθρωπο. Είναι αναγκαίο να σβήσουμε αυτές τις σπίθες με το νερό, που είναι η προσευχή και η λαχτάρα της ψυχής για το Θεό».Ο αββάς Ποιμήν ήταν αυστηρός στη νηστεία και δεν έτρωγε για το διάστημα μιας εβδομάδας ή και περισσότερο. Αλλά στους άλλους, ο ίδιος συμβούλευε να τρώνε κάθε μέρα, χωρίς όμως να παραφουσκόνουν το στομάχι τους. Για κάποιο συγκεκριμένο μοναχό, ο οποίος επέτρεπε στον εαυτό του να τρώει μόνο κάθε επτά μέρες, αλλά ήταν πάντα θυμωμένος με έναν αδελφό, ο άγιος είπε: «Έχεις μάθει γρήγορα να τρως μόνο όταν περάσουν οι έξι ημέρες, αλλά δεν μπορείς να απόσχεις από την οργή ούτε ακόμη για μία μέρα». Στην ερώτηση, ποιο είναι καλύτερο – να μιλά κανείς ή να σιωπά, ο γέροντας είπε: «Αυτός που μιλά για λογαριασμό του Θεού, κάνει καλά, και αυτός που σιωπά για λογαριασμό του Θεού – και αυτός πράττει καλά». Και επιπλέον: «Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να φαίνεται ότι είναι σιωπηλός, αλλά αν η καρδιά του δικάζει τους άλλους, τότε είναι σαν να μιλάει διαρκώς. Όμως υπάρχουν και εκείνοι, που όλη την ημέρα μιλούν με τη γλώσσα τους, αλλά μέσα τους τηρούν σιωπή, αφού δεν κρίνουν κανέναν».Ο άγιος, δήλωσε: «Για έναν άνθρωπο, είναι αναγκαίο να τηρεί τρεις βασικούς κανόνες: να φοβάται τον Θεό, να προσεύχεται συχνά και να κάνει καλές πράξεις για τους ανθρώπους». «Η κακία η ίδια δεν εξαφανίζει ποτέ την κακία. Αν κάποιος σου κάνει κακό, κάνε του καλό, και το δικό σου καλό θα κατακτήσει το δικό του κακό». Μια φορά, όταν ο αββάς με τους υποτακτικούς του κατέληξε σε ένα μοναστήρι της αιγυπτιακής ερήμου (αφού είχε τη συνήθεια να πηγαίνει από τόπο σε τόπο, έτσι ώστε να αποφεύγει τη δόξα από τους ανθρώπους), έγινε γνωστό στον ίδιο, ότι ο γέροντας που ζούσε εκεί είχε εκνευριστεί με την άφιξή του και επίσης ότι έτρεφε ζηλοτυπία απεναντί του. Για να ξεπεράσει την κακία του ο ασκητής, ο άγιος αναχώρισε μέσα στην έρημο μαζί με τους υποτακτικούς του για να τον βρει, πέρνοντας του τρόφιμα ως δώρο. Ο γέροντας αρνήθηκε να βγει για να τους συναντήσει. Κατόπιν αυτού, ο αββάς Ποιμήν είπε: «Εμείς δεν θα φύγουμε από εδώ, μέχρι να μας αφήσετε τον δούμε και να δώσουμε τα σέβη μας στο άγιο γέροντα», – και παρέμεινε να στέκεται στην πόρτα του κελιού κάτω από τον καυτό ήλιο. Βλέποντας αυτή την επιμονή και την έλλειψη κακίας εκ μέρους του αββά Ποιμήν, ο γέροντας τον υποδέχτηκε ευγενικά και είπε: «Είναι σωστά αυτά που έχω ακούσει για σας, αλλά βλέπω μέσα σου τις καλές πράξεις εκατό φορές ακόμη περισσότερο». Με αυτό το τρόπο ήξερε ο αββάς Ποιμήν να σβήνει την κακία και να δίνει το καλό παράδειγμα στους άλλους. Είχε άλλωστε και τόση μεγάλη ταπεινότητα, που συχνά με ένα αναστεναγμό έλεγε: «Θα ριχθώ κάτω σε αυτό το μέρος, κάτω εκεί που πετάχτηκε ο Σατανάς!»Μια φορά, ήρθε στον άγιο ένας μοναχός από μακριά για να πάρει την καθοδήγησή του. Άρχισε να μιλάει για θέματα ύψιστα, δύσκολο να κατανοηθούν. Ο άγιος στράφηκε μακριά από αυτόν και ήταν σιωπηλός. Ο μοναχός έμεινε άναυδος όταν του εξήγησαν, ότι ο άγιος δεν ήθελε να μιλάει για τέτοια αιθέρια θέματα. Τότε ο μοναχός άρχισε να τον ρωτά για τον αγώνα με τα πάθη της ψυχής. Ο άγιος στράφηκε προς τον μοναχό με χαρούμενο πρόσωπο: «Τώρα μιλάς καλά, και πρέπει να μιλήσω γιατί αυτά χρειάζονται απάντηση», – και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τον καθοδηγούσε, ως προς το πώς πρέπει κανείς να αγωνιστεί με τα πάθη και να τα κατακτήσει.Ο αββάς Ποιμήν πέθανε στην ηλικία των 110 χρόνων, περί το έτος 450. Σύντομα μετά το θάνατό του αναγνωρίστηκε ως άγιος και έλαβε τον τίτλο «ο Μέγας» – ως ένδειξη της μεγάλης ταπεινότητας, σεμνότητας, ευθύτητας,αυταπάρνησης και της υπηρεσίας του προς τον Θεό.Η μνήμη του Οσίου Ποιμένος του Μεγάλου εορτάζεται στις 27 Αυγούστου. |
Ο Όσιος Ποιμήν και το …μαξιλάρι
|
|||
῾Η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Τά πνεύματα μέσα στήν μικρή συνοδεία τῶν μοναχῶν ἦταν πολύ ἠλεκτρισμένα. ῾Η κατάσταση δέν ἔπαιρνε ἄλλο. Μᾶλλον εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα νά πάρει ὁ πειρασμός πόδι ἀπό τόν τόπο τους. Νά πάει ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, μόνος ἤ ἔστω μέ ἄλλους πού τά κριτήριά τους ὅμως θά ἦταν πολύ πιό κάτω ἀπό τά δικά τους. ῎Οχι μόνο τούς προκαλοῦσε μέ τήν στάση του, ἀλλά γινόταν καί πολύ κακό παράδειγμα γιά τούς διάφορους προσκυνητές πού τύχαινε νά περάσουν ἀπό ἐκεῖ καί νά βρεθοῦν μάλιστα σέ κάποια ἀγρυπνία τους. ῾Η κακή εἰκόνα του ἀντανακλοῦσε σέ ὅλους τους. Τί θά λέγανε καί γι᾽ αὐτούς;Στήν ἀρχή δέν πολυέδωσαν σημασία. Τό ἀντιμετώπισαν μᾶλλον χαλαρά. ῾Ορισμένοι ἴσως καί νά τό διασκέδασαν. ᾽Αλλά ὅταν παρόλη τήν παρατήρηση πού τοῦ ἔγινε, ἀρχικά ἀπό κάποιον ἀδελφό κι ἔπειτα ἀπό τόν ἴδιο τόν Γέροντα, ἐκεῖνος συνέχιζε τήν ἴδια τακτική, ἄρχισαν νά τό θεωροῦν ἐνοχλητικό. Καί ἡ ἐνόχληση γρήγορα πῆρε τήν μορφή τῆς ταραχῆς καί τῶν νεύρων. Ναί, ὁ νέος καλόγερος πού εἶχε φτάσει στήν συνοδεία τους πρίν ἀπό μερικές μῆνες, μέ καλές συστάσεις εἶναι ἀλήθεια, χωρίς νά προκαλεῖ κάποιο ἄλλο πρόβλημα πέρα ἀπό αὐτό, ἔγινε τό ἀγκάθι τοῦ μικροῦ μοναστηριοῦ τους.῾Μά νά μήν ἀκούει οὔτε καί τόν Γέροντα; Μεγάλη ψυχή ἔχει ὁ Γέροντάς μας πού τόν ἀνέχεται ἀκόμη καί δέν τόν ἔχει διώξει᾽, ἦταν τό μόνιμο σχεδόν σχόλιο τῶν παλαιοτέρων καί γεροντοτέρων καλογέρων.Κάνα δυό προσπάθησαν νά τόν δικαιολογήσουν. ῾Νέος εἶναι. Κάνει τόν ἀγώνα του. Δέν μᾶς ἐνοχλεῖ σέ ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό αὐτό. ᾽Αλλά, καί σ᾽ αὐτό πού φαίνεται ὅτι ἐνοχλεῖ, κοιτάξτε: ἔρχεται πάντα στίς ἀκολουθίες καί στίς ἀγρυπνίες. Δέν ἔλειψε ποτέ. ῾Απλῶς…τόν πιάνει ὁ ὕπνος᾽.Νά, λοιπόν, τό πρόβλημα μέ τόν καλόγερο ᾽Αγάθωνα πού εἶχε γίνει ἀγκάθι γιά τούς πολλούς καί τούς τάραζε: στίς ἀκολουθίες καί μάλιστα στίς ἀγρυπνίες μετά ἀπό λίγο κοιμόταν.Τόν πρῶτο καιρό, εἴπαμε, δέν ἔδωσαν σημασία. ῞Υστερα ὅμως πήγαιναν καί τόν ξυπνοῦσαν. Μαλακά στήν ἀρχή, ἔπειτα πιό ἀπότομα. Κάποτε κυριολεκτικά τόν τράνταζαν. Κι αὐτός πεταγόταν ἐπάνω, συγχυσμένος, τρομαγμένος, ψελλίζοντας ῾συγγνώμη᾽, γιά νά σταθεῖ γιά λίγο ξυπνητός καί πάλι στήν συνέχεια νά καταπέσει.Εἶναι ἐκπληκτικό γιά ἐμᾶς τούς ταλαίπωρους ἀνθρώπους τό πῶς ἕνα μικρό θεωρούμενο πρόβλημα μπορεῖ νά γίνει μεγάλο. Κάτι ἀνεπαίσθητο πού σέ ἄλλες στιγμές δέν τοῦ δίνουμε σημασία, κάτω ἀπό συγκεκριμένες συνθῆκες μπορεῖ νά πάρει τεράστιες διαστάσεις καί νά φτάσει στό σημεῖο νά μᾶς ῾σπάει τά νεῦρα᾽. Μία σταγόνα νεροῦ γιά παράδειγμα. Ποιός τῆς δίνει σημασία; Κι ὅμως, ὅταν σταλάζει ἐπίμονα, στόν ἴδιο τόπο, μέ τόν ἴδιο ρυθμό, συνέχεια καί συνέχεια, γίνεται ἐνόχληση, βάσανο, μαρτύριο.Κάτι παρόμοιο ἔγινε καί στούς συγκεκριμένους καλόγερους. ῾Η μικρή κοινωνία τους ταράχτηκε καί συγχύσθηκε ἀπό ἕνα ἐλάχιστο πρόβλημα: τήν ἀδυναμία ὕπνου ἑνός νέου καλογέρου, πού δέν ἄντεχε στίς ἀγρυπνίες. Καί δέν εἶναι κάτι ἄγνωστο τό πόσο μεγαλοποιοῦνται τά θέματα, τά ὅποια θέματα, ἐκεῖ πού συνυπάρχουν πολλές φορές λίγοι. ῾Μικρό χωριό κακό χωριό᾽ δέν λέει ἡ παροιμία; Νά, λοιπόν, πῶς τό τίποτα ἤ τό ὀλίγιστο κατάντησε νά γίνει μεγάλο. Νά δημιουργηθεῖ πρόβλημα, νά φτάσουν στό σημεῖο οἱ καλόγεροι νά συζητᾶνε καί νά ζητᾶνε ἀπό τόν Γέροντα νά διώξει τόν…πειρασμό.῾Ο Γέροντας τούς ἄκουσε. Προσπάθησε νά κατανοήσει τόν πειρασμό τους, πού εἶχε ἀρχίσει νά γίνεται πειρασμός καί γιά τόν ἴδιο. ᾽Αλλά κάτι μέσα του τόν ἔτρωγε. ῎Ενιωθε ὅτι τό νά ἀπομακρύνει τόν ᾽Αγάθωνα μπορεῖ νά φαίνεται ὡς λύση, ἀλλά μᾶλλον θά ἀποτελεῖ καί δική τους ἧττα. Θά τούς εἶχε νικήσει ὁ πειρασμός. ᾽Αλλά πάλι ἔτσι, ἡ ταραχή θά συνεχιζόταν.῾᾽Επερώτησον τόν πατέρα σου καί ἀναγγελεῖ σοι᾽, μουρμούρισε. Νόμισε πώς βρῆκε τήν λύση. ῾Ναί, αὐτός θά μᾶς κατευθύνει σωστά. Θά μᾶς πεῖ ἄν εἶναι σωστό νά τόν ἀπομακρύνουμε ἤ ὄχι. ῾Ο ἀββᾶς Ποιμήν. ῾Ο μεγάλος Γέροντας, ὁ διορατικός καί προορατικός, ὁ σοφός καί συνετός, πού ἡ ἀγάπη του εἶναι μιά ἀγκαλιά γιά ὅλον τόν κόσμο. ᾽Αρκεῖ νά δεχτεῖ βεβαίως τήν πρόσκλησή μου᾽.῾Ο ἀββᾶς δέχτηκε. Δέν μποροῦσε νά ἀρνηθεῖ τό πέρασμά του ἀπό ἐκεῖ πού ὑπῆρχαν ἀδελφοί πού πάλευαν καί ἀγωνίζονταν τόν πνευματικό ἀγώνα. Γιατί ἤξερε τό πόσο ὁ πονηρός πολεμάει τούς ἀνθρώπους καί μάλιστα τούς καλόγερους. ῾Λιοντάρι πού ὠρύεται καί ζητάει ποιόν νά καταπιεῖ᾽, κατά πῶς γράφει καί ὁ μαθητής τοῦ Κυρίου ἅγιος Πέτρος.῎Εκανε θερμή προσευχή πρός τόν Κύριο νά ἐλεήσει τά πλάσματά Του. Νά τοῦ δώσει φώτιση νά κατανοήσει τό πρόβλημα γιά τό ὁποῖο τόν εἰδοποιοῦσε ὁ ἡγούμενος. Νά γίνει τό ὄργανο ᾽Εκείνου, ὥστε ἀφενός νά καταντροπιασθεῖ ὁ πονηρός, ἀφετέρου νά δοξαστεῖ τό ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου.Τόν ὑποδέχτηκαν ὅλοι μέ μεγάλες τιμές. Ἡ παρουσία του κάθε φορά συνοδευόταν πράγματι μέ ἐκδηλώσεις πού ἔφθαναν κάποιες φορές καί σέ ἐπίπεδο ὑπερβολῆς. ῾Ο ἀββᾶς Ποιμήν ἦταν καί γιά τήν συνοδεία αὐτή ὁ μεγάλος καθοδηγητής τους. ῎Ηξεραν πώς ὅ,τι τοῦ ἔθεταν ὡς πρόβλημα καί λογισμό θά ἔπαιρναν τήν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ. Περίμεναν λοιπόν καί γιά τό συγκεριμένο πού εἶχε ἀναφανεῖ. Γιατί ὁ ἡγούμενος, ὁ ὁποῖος εἶχε φροντίσει νά στείλει σέ ἐξωτερικό διακόνημα τόν ᾽Αγάθωνα, τούς εἶχε πληροφορήσει γιά τόν σκοπό τοῦ ἐρχομοῦ του.῾Ο ὅσιος Πατέρας ἄκουσε τό πρόβλημα. Εἶδε τήν ταραχή. Καί κατάλαβε αὐτό πού τόν λύπησε πιό πολύ ἀπό ὅλα: ὄχι τήν ἀδυναμία τοῦ ἀδελφοῦ μέ τόν ὕπνο, ἀλλά τήν ἀδυναμία τῶν ὑπολοίπων ἀδελφῶν νά τόν ὑπομείνουν καί νά ἀντιμετωπίσουν τόν τρισκατάρατο πού βρισκόταν καλά κρυμμένος ἀπό πίσω, δουλεύοντάς τους μέ τά ἐκ δεξιῶν λεγόμενα ὅπλα: τήν διακράτηση ἐν προκειμένῳ ἑνός τυπικοῦ. ῾Η αὐστηρότητά τους σχεδόν τόν τρόμαξε.῾᾽Αδελφοί᾽ εἶπε. ῾Χαίρομαι πού βρίσκομαι ἀνάμεσά σας, ἀνάμεσα σέ πιστούς πού λατρεύουν τόν Κύριο καί ἀγωνίζονται τόν καλόν ἀγώνα. ῾Η χάρη τοῦ Κυρίου πού σᾶς δίνεται καί θά σᾶς δοθεῖ εἶναι πλούσια. ᾽Αλλά δέν βλέπετε τί γίνεται μέ τήν συγκεκριμένη περίπτωση πού μοῦ λέτε; Δέν βλέπετε πώς τό ἔλλειμμα βρίσκεται στήν δική σας πλευρά ὡς ἔλλειμμα ἀγάπης; ῾Ο ἀπόστολος δέν λέει πώς ῾ἡ ἀγάπη πάντα στέγει, πάντα ὑπομένει, οὐδέποτε ἐκπίπτει᾽; ῾Η ἀγάπη ὅλα τά ἀνέχεται, ὅλα τά ὑπομένει, ποτέ δέν ξεπέφτει. Ποῦ εἶναι ἡ δική σας ἡ ἀνοχή; Ποῦ εἶναι ἡ ὑπομονή σας; Ποῦ ἡ διάρκεια τῆς ἀγάπης σας; Καί ἡ ἔλλειψη αὐτή δέν ἀποδεικνύει ὅτι δέν ζεῖτε σωστά ὡς μέλη τοῦ Κυρίου μας; ῾Ο καθένας μας δέν συνιστᾶ μέλος τοῦ σώματος ᾽Εκείνου, συνεπῶς εἴμαστε δεμένοι καί μέ ᾽Εκεῖνον ὡς κεφαλή ἀλλά καί μεταξύ μας; ῎Αν ὑπάρχει κάποια ἀδυναμία σέ ἕνα μέλος, σημαίνει ὅτι τά ἄλλα μέλη πρέπει νά τήν δοῦν καί ὡς δική τους ἀδυναμία. Πιστεύετε λοιπόν ὅτι ἡ αὐστηρότητα, ἡ ἀπότομη στάση σας ἀπέναντι στόν ἀδελφό σας θά τόν διορθώσει; ῎Αλλη στάση ζωῆς ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη δέν ὑπάρχει, ἄν θέλουμε νά διορθώσουμε τόν πάσχοντα συνάνθρωπό μας᾽.῎Εκανε παύση ὁ ἀββᾶς. Δέν εἶχε συνηθίσει νά ρητορεύει. Μόνιμη ἐπιλογή του ἦταν νά εἶναι τό παράδειγμα καί ὅποιος θέλει μετά νά τόν ἀκολουθεῖ. ῾῾Ο ποιήσας καί διδάξας᾽ ἦταν ἡ κατευθυντήρια γραμμή του.῾Δέν αἰσθάνομαι καλά πού σᾶς κάνω τόν δάσκαλο᾽, εἶπε καί ἔσκυψε τό κεφάλι πρός τό μέρος τῆς καρδιᾶς. Τό ἀνασήκωσε καί πάλι. ῾᾽Αλλά ἐπειδή μέ κινεῖ τό πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς στόν ἡγούμενο σᾶς τά λέω. ῾Τῷ αἰτοῦντί σε δίδου᾽, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου μας. Καί δέν θέλω νά σᾶς περιπαίζει ὁ διάβολος᾽ συμπλήρωσε.῾Γέροντα, σέ καταλαβαίνουμε καί ὁ λόγος σου μᾶς φέρνει καί πάλι στόν ἴσιο δρόμο τοῦ Χριστοῦ μας᾽ εἶπε μέ συστολή ὁ ἡγούμενος. ῾Τί νά κάνουμε συγκεκριμένα ὅμως μέ τόν ἀδελφό; Νά μήν τοῦ ποῦμε ὅτι πρέπει νά εἶναι ξύπνιος στίς ἀκολουθίες; Νά μήν τόν ξυπνᾶμε᾽; Κοντοστάθηκε. ῾Γέροντα, ἐσύ τί θά ἔκανες; Πές μας καί θά τό κάνουμε κι ἐμεῖς᾽.Πιάστηκε ἡ ἀναπνοή τους. ῾Η ἀπάντηση τοῦ ὁσίου θά καθόριζε καί τήν δική τους στάση. ῎Ηδη μέσα τους ἡ συνείδηση τούς ἔλεγχε. Καταλάβαιναν ὅτι δέν λειτουργοῦσαν ἀπέναντι στόν ἀδελφό μέ ἀγάπη. ῞Οτι ἡ στάση τους δέν ἦταν χριστιανική. ῞Οτι συμπεριφέρονταν σάν τούς Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, μέ ὑπερηφάνεια.῾Ο ἀββᾶς δέν ἔσπευσε νά ἀπαντήσει. Φαινόταν ὅτι προσευχόταν μέ ἔνταση καί θέρμη. Δάκρυα πῆραν νά ἀναβλύζουν στά ἁγιασμένα μάτια του.῾᾽Αδελφοί᾽, εἶπε σιγά, ἔχοντας ἐπίγνωση τοῦ βάρους τῶν λόγων του. ῾Στήν θέση σας ἐγώ, ὅταν ἔβλεπα τόν ἀδελφό νά κοιμᾶται…᾽-τά μάτια τῶν ἀδελφῶν ἀνοίχτηκαν διάπλατα καί τά αὐτιά τους τεντώθηκαν στό ἔπακρο μή χάσουν τό παραμικρό ἀπό τά λεγόμενά του-῾…στήν θέση σας, λοιπόν, θά ἔπαιρνα ἕνα μαξιλάρι νά τό βάλω κάτω ἀπό τό κεφάλι του γιά νά τόν ἀναπαύσω περισσότερο. Γιατί ὁ ἀδελφός γιά μένα εἶναι ὁ κρυμμένος Χριστός. |