22 Απριλίου , μνήμη του Οσίου Θεοδώρου του Συκεώτου Επισκόπου Αναστασιουπόλεως
Βίος Οσίου Θεοδώρου του Συκεώτου Επισκόπου Αναστασιουπόλεως
Τα πρώτα χρόνια
Ο Όσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στο χωριό Συκέα ή Συκεών της Αναστασιοπόλεως, πρώτης πόλεως της επαρχίας Αγκυρανών και ήταν υιός της πόρνης Μαρίας και του Κοσμά,
αποκρισάριου (ταχυδρόμος) του βασιλέως Ιουστινιανού. Όταν έγινε έξι ετών, αποφάσισε η Μαρία να κάνει τον μικρό Θεόδωρο στρατιώτη του Βυζαντινού Κράτους. Την νύχτα
όμως πριν την ημέρα, που ο Θεόδωρος θα ταξίδευε, φάνηκε στον ύπνο της μητέρας του ο Άγιος Γεώργιος και της είπε :
—Μαρία, ποια απόφαση έλαβες για το παιδί σου; Ο Βασιλεύς Χριστός, έχει σκοπό να τον χρησιμοποιήσει σε άλλα λαμπρότερα έργα.
Μετά το περιστατικό αυτό, ο μικρός Θεόδωρος έμεινε στη Συκεώνα. Όταν δε έγινε οχτώ χρόνων, η μητέρα του το παρέδωσε σε κάποιον δάσκαλο για εκπαίδευση. Στην
εκπαίδευση ο Θεόδωρος έδειξε μεγάλη προθυμία και ευφυΐα. Ήταν πολύ θεοσεβής και ενάρετος, γι’ αυτό και όλοι τον αγαπούσαν.
Νήστευε και τακτικά και όταν γύριζε στο σπίτι από το σχολείο, πήγαινε με τον Στέφανο, έναν ευσεβή χωρικό, στις διάφορες εκκλησίες και προσηύχοντο. Επίσης τακτικά
μεταλάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων και τα βράδια έτρωγε μόνον σιτάρι βρεγμένο και νερό. Όταν δεν είχε μάθημα, πήγαινε στο βουνό, που ήταν δίπλα στο χωριό.
Επάνω στο βουνό αυτό ήταν ο τόπος του Μαρτυρίου του Αγίου Γεωργίου. Εκεί ήταν και η Εκκλησία του Αγίου. Ένας ωραίος νέος, οδηγούσε πάντοτε τον μικρό Θεόδωρο στο
βουνό. Ο Θεόδωρος δεν γνώριζε το όνομά του, ούτε και κανείς άλλος από τους χωρικούς. Ο νέος αυτός ήταν ο Άγιος Γεώργιος. Εκεί στην εκκλησία ο Θεόδωρος διάβαζε όλη
την ημέρα τις θείες Γραφές και προσηύχετο εις τον Θεόν.
Επί μια ολόκληρη τετραετία, ακολούθησε ο Θεόδωρος την ζωή αυτή. Είχε λάβει την απόφαση να ακολουθήσει τα ίχνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να εγκαταλείψει τους
δικούς του και να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό.
Όταν έγινε δεκατεσσάρων ετών επήγε σε έναν Πνευματικό, ονόματι Γλυκέριο. Ο Πνευματικός κατάλαβε, ότι μπροστά του έχει έναν πολύ ενάρετο νέον και τον ρώτησε εάν θέλει
αν γίνει μοναχός. Έτσι κι έγινε μοναχός και ανέβηκε στο βουνό, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Δίπλα στην Αγία Τράπεζα άνοιξε μια κρύπτη και εκεί
περνούσε τις ημέρες του μέσα σε προσευχή και νηστεία. Τις τροφές, που του έφερε η μητέρα του εκεί, δεν τις έτρωγε, αλλά έτρωγε μόνον λίγα λάχανα, που του προσέφερε
καθημερινώς ένας διάκονος.
Νεότατος θαυματουργεί
Εις το ησυχαστήριο του εκείνο αφοσιώθηκε τελείως εις τον Θεό. Η χάρις του Θεού τον πλούτισε με την δύναμη της, ώστε μία ημέρα έβγαλε το πονηρό πνεύμα από μια γυναίκα.
Επίσης,μια γυναίκα με το πεθαμένο παιδί της τον επεσκέφθη και του ζήτησε με δάκρυα να το αναστήσει. Ο μικρός Θεόδωρος προσευχήθηκε στο Θεό και ιδού το θαύμα έγινε!
Ο Θεόδωρος, έπιασε το χέρι του παιδιού και αυτό ανασηκώθηκε αμέσως. Όλοι τότε δόξασαν τον Θεό για το θαύμα αυτό και τον παρακαλούσαν να τους συγχωρήσει για τις
αμαρτίες τους. Ο Θεόδωρος ήταν τότε παιδί 18 χρονών.
Όταν έμαθε αυτά τα θαυμάσια γεγονότα ο Επίσκοπος Αναστασουπόλεως Θεοδόσιος, επεσκέφθη τον Θεόδωρο στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Τόσο
πολύ, μάλιστα, θαύμασε την αφοσίωση του παιδιού εις τον Θεόν και την πίστη του εις τον Ιησούν Χριστόν, ώστε τον έκανε αναγνώστη. Την άλλη ημέρα τον έκανε διάκονο και
την μεθεπομένη πρεσβύτερο. Εις ηλικία, μόνον, δεκαοκτώ ετών, ο Θεόδωρος έγινε ιερεύς του Θεού του Υψίστου. Μετά την χειροτονία του, ο Θεόδωρος προσεπάθησε να
τελειοποιηθή στην μελέτη και την έρμη νεία των Άγιων Γραφών. Επίσης πεθύμησε να επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους. Πήγε εκεί και μετά κατέβηκε σε ένα Μοναστήρι κοντά στον
Ιορδάνη ποταμό που ήταν αφιερωμένο στην Παναγία και ζήτησε από τον Αρχιμανδρίτη να τον κάνει μοναχό, διότι δεν είχε γίνει μέχρι τότε η κουρά του. Κατόπιν γύρισε και πάλι
στην πατρίδα του και ανέβηκε και πάλι στον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου Γεωργίου και αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στον Παντοδύναμο Θεό.
Η μητέρα του, έχοντας φρόνημα σαρκικό, εγκατέλειψε τον υιό της και αφού πήρε όσο μέρος της περιουσίας της αναλογούσε, νυμφεύθηκε τον Δαβίδ, άνδρα της αυτοκρατορικής
φρουράς της Άγκυρας. Η αδελφή της μητέρας του, η Δεσποινία, η μητέρα της Ελπιδία και η αδελφή του Οσίου, η Βλάττα, δεν δέχονταν να αποχωρισθούν από αυτόν. Απεναντίας
παρατηρούσαν με προσοχή την ενάρετη ζωή του και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν όσο μπορούσαν, εξαγνίζοντας και αγιάζοντας τον εαυτό τους με σωφροσύνη και
καθαρότητα βίου, με ελεημοσύνες και προσευχές.
Ο Όσιος Θεόδωρος ζούσε μέσα σε αυστηρό ασκητικό περιβάλλον. Δεν έπαιρνε τα φαγητά, που του έδιναν οι χωρικοί, αλλά διετηρείτο εις την ζωήν με λίγα χόρτα και όσπρια,
που μάζευε στην πλαγιά του βουνού. Όλη δε την ημέρα ήταν μέσα σε μια σπηλιά και προσηύχετο προς τον Πανάγαθο Θεό να τον συγχωρήσει για τις αμαρτίες του και τα
ελαττώματά του και να φωτίσει τους ανθρώπους να υπηρετούν το Άγιο θέλημά Του. Με την βοήθεια της χάριτος του Θεού, ο Θεοδόσιος ημέρωνε και τα άγρια θηρία ακόμη.
Καθημερινώς μια φοβερή αρκούδα ερχόταν έξω από την σπηλιά του και έπαιρνε τροφή, από τα χέρια του Αγίου.
Ο Θεός τον σώζει από τους ληστές
Πλην όμως, ο φθονερός διάβολος, ο οποίος μισεί κάθε ενάρετο άνθρωπο, μηχανεύθηκε να εξαφανίσει τον Άγιο από προσώπου της γης. Έβαλε, λοιπόν, εις το μυαλό κάποιου
σκοτεινού ανθρώπου, ονόματι Θεοδότου, την πονηρή σκέψη να σκοτώσει τον Όσιο Θεόδωρο. Ημέρα και νύχτα ο άθλιος Θεόδοτος βασάνιζε το μυαλό του, για να βρει τρόπο να
φονεύσει τον Άγιο. Πλήρωσε λοιπόν μερικούς ληστές και τους διέταξε να ανεβούν στο βουνό και να εξολοθρεύσουν τον ευσεβή Μοναχό Θεόδωρο. Πράγματι! Οι πέντε ληστές
επήγαν στο βουνό και έφθασαν έξω από την σπηλιά του Αγίου. Όμως η θεία Χάρις φρόντισε, ώστε το άξιο τέκνο του Θεού, ο Θεόδωρος, να σωθεί. Μόλις οι ληστές πλησίασαν
στην σπηλιά, μια καυτερή φλόγα βγήκε μέσα από αυτή και έδιωξε μακρυά τους φοβερούς εκείνους ανθρώπους. Εκείνη την στιγμή, ο Άγιος εκοιμάτο, αλλά ο Θεός ο οποίος είναι
πανταχού και πάντοτε παρών, δεν τον άφησε να χαθεί. Μετά από αυτό, σηκώθηκε και ευχαρίστησε τον Πανάγαθο για την προστασία Του. Οι τρισάθλιοι όμως ληστές δεν άφησαν
τον σκοπό τους. Έριξαν δηλητήριο στην τροφή και στο νερό του Αγίου. Αλλά και πάλι ο Χριστός προστάτευσε τον Θεόδωρο. Το δηλητήριο δεν είχε καμία δύναμη και έτσι οι πέντε
ληστές δεν κατόρθωσαν τίποτε. Τότε ο άθεος και βρωμερός Θεόδοτος, έφρυξε από τον θυμό του. Κατασκεύασε μόνος του ένα φοβερό δηλητήριο, το οποίο το ανέμιξε με αίμα
ψαριού. Αυτό το δηλητήριο το έστειλε με κάποιον έμπιστο δήθεν του Αγίου Θεοδώρου, για να το φάγει. Όμως η θεία Χάρις αγρυπνεί. Προτού το φάγει ο Θεόδωρος, το ευλόγησε
και έτσι το φοβερό δηλητήριο δεν τον έβλαψε καθόλου. Μετά το νέο τούτο θαύμα, ο Θεόδοτος αντελήφθη, ότι ο αγώνας του ήταν μάταιος. Ήλθε, λοιπόν, στον Όσιο Θεόδωρο και
μετανοιωμένος του εξομολογήθηκε όλο το αμαρτωλό παρελθόν του. Τού είπε ότι θέλησε να τον φονεύσει, διότι έτσι τον διέταξε ο πονηρός διάβολος, αλλά ότι μετανοεί για τις
πράξεις του αυτές και ζητεί συγχώρηση από τον Θεό και τον Άγιο. Πράγματι! Ο Άγιος τον συγχώρησε και του συνέστησε εις την υπόλοιπη ζωή του να είναι ευσεβής και πιστός
Χριστιανός.
Κατόπιν ο Άγιος επέστρεψε εις το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Εκεί εις το Μοναστήρι του ερχόταν κάθε ημέρα πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι έπασχον από διάφορες
ασθένειες. Όλους αυτούς ο Άγιος, με την θαυματουργό δύναμη του, τους θεράπευε και τους δίδασκε το θείο θέλημα. Πολλοί από αυτούς εγίνοντο Μοναχοί και έμεναν εις
το Μοναστήρι τού Αγίου Γεωργίου.
Γίνεται Αρχιεπίσκοπος Αναστασιουπόλεως
Ήλθε όμως και η σειρά του Οσίου να ανεβεί εις τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ενώ κατεγίνετο με το κτίσιμο πολλών εκκλησιών, στις οποίες θα δοξολογείτο ο Δημιουργός, πέθανε
ο Επίσκοπος Αναστασουπόλεως Τιμόθεος. Τότε, όλοι οι κληρικοί της περιοχής, με ένα στόμα, ζήτησαν από τον Αρχιεπίσκοπο της Αγκύρας Παύλο, να ανεβάσει στο θρόνο τον
ενάρετο Θεόδωρο. Ο Αρχιεπίσκοπος χάρηκε πολύ, διότι θα ανέβαινε στο θρόνο της Αναστασουπόλεως ένας τέτοιος Άγιος κληρικός. Απεσταλμένοι του Αρχιεπισκόπου Παύλου
ήλθαν στο Μοναστήρι και ζήτησαν τον Θεόδωρο. Τον βρήκαν μέσα στην σπηλιά του να προσεύχεται. Τού ζήτησαν να πάει στην Άγκυρα. Ο Όσιος όμως ούτε θέλησε να ακούσει
τέτοιο πράγμα, διότι έλεγε ότι η κοσμική εξουσία θα τον αποσπούσε από την πνευματική του άσκηση και την συνεχή επικοινωνία του με το Θεό. Οι απεσταλμένοι απάντησαν, ότι
ο λαός της περιοχής έχει ανάγκη ενός ευσεβούς ποιμένους, ο οποίος θα τον οδηγεί στην ενάρετη ζωή. Μετά από πολλές προσπάθειες, εδέχθη ο Άγιος να αφήση το αγαπημένο
του Μοναστήρι και να αναλάβει τις βαριές ευθύνες του Επισκόπου. Ανέλαβε, λοιπόν, την Επισκοπή της Αναστασουπόλεως ο Θεόδωρος. Πολλές αγαθοεργίες έκανε ως επίσης
και πολλά θαύματα. Έγινε ο πνευματικός οδηγός και προστάτης των πτωχών και των αδυνάτων. Τότε επεθύμησε για τρίτη φορά να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους.
Όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, γύρισε όλα τα Μοναστήρια και όλους τους τόπους, όπου εγεννήθη και έζησε και δίδαξε ως άνθρωπος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Τόσο δε
ευχαριστήθηκε από την Μοναχική ζωή, ώστε δεν θέλησε να γυρίσει πίσω, αλλά παρέμεινε εις ένα Μοναστήρι, σαν Μοναχός. Τότε, μια νύχτα, παρουσιάσθηκε στον ύπνο του ο
Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος. Ο Άγιος προσέφερε στον Θεόδωρο, ένα μπαστούνι και του είπε:
—Σήκω αμέσως για να φύγουμε στην πατρίδα. Δεν σού επιτρέπεται να εγκαταλείψεις απροστάτευτο το ποίμνιο σου και να μένεις εδώ σαν Μοναχός. Υπάρχουν άνθρωποι
αδύνατοι και φτωχοί, οι οποίοι ζητούν επίμονα την παρουσία σου στην Αναστασιόπολη. Τότε ο Άγιος σηκώθηκε αμέσως και ξεκίνησε για την Πατρίδα του.
Αλλά τα καθήκοντα της Επισκοπής, εφαίνοντο πολύ βαριά εις τον Άγιο Θεόδωρο. Ήταν πλέον ένδεκα χρόνια Επίσκοπος της Αναστασουπόλεως και επιθυμούσε πάρα πολύ
να περάσει την υπόλοιπη ζωή του εις το Μοναστήρι σαν Μοναχός. Γι’ αυτό λοιπόν, κάλεσε μια ημέρα τους προκρίτους της πόλεως και όλους τους Κληρικούς και τους είπε:
—Αδελφοί μου, τα Επισκοπικά καθήκοντα είναι πλέον πολύ βαριά για μένα. Δεν μπορώ να φροντίσω για άλλο χρονικό διάστημα, για τα πνευματικά σας ζητήματα, σαν
Επίσκοπος σας. Παρακαλώ, λοιπόν, να με απαλλάξετε των ευθυνών της Επισκοπής, για να αποσυρθώ εις ένα μοναστήρι ως Ασκητής.
Τότε οι κάτοικοι της Μητροπόλεως άρχισαν να κλαίνε και να παρακαλούν τον Θεόδωρο να μείνει. Όμως ο Άγιος είχε λάβει την αμετάκλητη πλέον απόφαση του. Τότε οι πρόκριτοι
της πόλεως, πήγαν εις τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυριακό και τον παρακάλεσαν να τους ορίσει άλλον Επίσκοπο. Αρχίζει τότε νέα περίοδος θαυμάτων, του Οσίου
Θεοδώρου. Πλήθος από αρρώστους ερχόταν στο Μοναστήρι και με τις προσευχές του Αγίου ελάμβαναν την θεραπεία.
Καλείται στην Κωνσταντινούπολη
Την ίδια εποχή ο Όσιος έλαβε επιστολές και από τον βασιλέα Μαυρίκιο και τον Πατριάρχη Κυριακό, οι οποίοι τον προέτρεπαν να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη και να τους
ευλογήσει. Έτσι λοιπόν πήγε στη θεοφύλακτη πόλη, όπου κήρυξε το λόγο του Θεού και θεράπευσε πολλούς. Με τα θαύματα αυτά η φήμη του Αγίου εξαπλώθηκε εις όλο το
Βυζαντινό Κράτος. Αυτό πολύ τον ενοχλούσε. Γι’ αυτό και έφυγε από την πόλη της Κωνσταντινουπόλεως και επέστρεψε στο Μοναστήρι του.
Ο Όσιος επέστρεψε, αλλά επισκέφθηκε για δεύτερη φορά την Κωνσταντινούπολη, το έτος 610 μ.Χ., επί Πατριάρχου Θωμά, στον θάνατο του οποίου βρέθηκε. Και αφού τιμήθηκε
από τον Πατριάρχη Σέργιο επανήλθε στο μοναστήρι του, όπου συνέχισε το θεοφιλή βίο του.
Η κοίμηση του
Εν τω μεταξύ ο Άγιος Θεόδωρος είχε γυρίσει στο Μοναστήρι του στην Συκεώνα και συνέχιζε την ασκητική και γεμάτη από θαύματα ζωή του. Μίση ανδρογύνων διελύοντο και μίση
μεταξύ των πολιτών διεσκορπίζοντο δια της ευλογίας του Αγίου. Πολλές φορές οι ποταμοί πλημμύριζαν και οι άνθρωποι έτρεχαν στον Άγιο για να τους βοηθήσει. Τότε αυτός,
προσηύχετο θερμά εις τον Θεό και σταματούσαν το καταστροφικό έργο τους.
Καθημερινώς ο Άγιος, δίδασκε τους ανθρώπους το θείο θέλημα και τους παρακινούσε να ζουν σύμφωνα με την διδαχή του Ιησού Χριστού. Πάντοτε δε συμβούλευε τους
βλασφήμους και τους παρακινούσε να γυρίσουν στον ορθό τρόπο της ζωής και να έχουν την γλώσσα τους καθαρή από τα λόγια του διαβόλου. Πάντοτε δίδασκε την μεγάλη αρετή
της αγάπης. Αυτή, έλεγε, είναι η βάση της θρησκείας μας και το μυστικό της προόδου των ανθρώπων. Διότι όλοι είμεθα παιδιά του ίδιου Θεού και συνεπώς αδέλφια μεταξύ μας.
Γι’ αυτό πρέπει να είμεθα φιλόξενοι, ελεήμονες και να θυσιαζώμεθα για τον πλησίον μας, σύμφωνα με το παράδειγμα του Κυρίου μας, ο οποίος θεμελίωσε τον Χριστιανισμό με
την θεία εντολή: «αγαπάτε αλλήλους».
Αυτή ήταν η ζωή του Οσίου Θεοδώρου. Μια ζωή, αφιερωμένη στον Θεό. Κατά το τρίτο έτος της βασιλείας του Ηρακλείου, απέθανεν ο Όσιος, την 22α Απριλίου. Η εκκλησία μας,
δια την αρετή του και τα θαυματά του, τον εκήρυξε Άγιον.
Στίχος
Καὶ Θεοδώρῳ, καὶ νεκρῷ Θεοδώρου, τὸ θαυματουργεῖν δῶρον ἐκ Θεοῦ μέγα. Εἰκάδι δευτερίῃ Συκεώτην τύμβος ἔκρυψεν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Ἐκ σπάργανων ἐπλήσθης τῆς θείας χάριτος, καὶ τῷ Θεῷ ἀνετέθης ὡς Σαμουὴλ ὁ κλεινός, τὴν ὑπέρτιμον στολὴν Πάτερ κληρούμενος· ὅθεν θαυμάτων αὐτουργός,
καὶ Χριστοῦ μυσταγωγός, Θεόδωρε ἀνεδείχθης, θεοδωρήτως ἐκλάμπων, τὰς ψυχοτρόφους δωρεὰς τοῖς πιστοῖς.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ΄.
Ἐν σοί Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβών γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ·
ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Θεόδωρε τό πνεῦμά σου.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ὡς πυρίνῳ ἅρματι, ταῖς ἀρεταῖς θεοφόρε, ἐπιβὰς ἀνέδραμες, εἰς οὐρανίους οἰκήσεις, ἄγγελος, μετὰ ἀνθρώπων συμβιοτεύων, ἄνθρωπος, σὺν τοῖς Ἀγγέλοις
περιχορεύων· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, θαυμάτων θεῖον δοχεῖον Θεόδωρε.
Μεγαλυνάριον
Δῶρον καθιέρωσας τῷ Θεῷ, Θεόδωρε Πάτερ, τὸν σὸν βίον τὸν ἱερόν· ὅθεν θεοσδότων, μετέσχες χαρισμάτων, καὶ δωρεὰν βλυσταίνεις, πᾶσι τὰς χάριτας
Εις το ησυχαστήριο του εκείνο αφοσιώθηκε τελείως εις τον Θεό. Η χάρις του Θεού τον πλούτισε με την δύναμη της, ώστε μία ημέρα έβγαλε το πονηρό πνεύμα από μια γυναίκα.
Επίσης,μια γυναίκα με το πεθαμένο παιδί της τον επεσκέφθη και του ζήτησε με δάκρυα να το αναστήσει. Ο μικρός Θεόδωρος προσευχήθηκε στο Θεό και ιδού το θαύμα έγινε!
Ο Θεόδωρος, έπιασε το χέρι του παιδιού και αυτό ανασηκώθηκε αμέσως. Όλοι τότε δόξασαν τον Θεό για το θαύμα αυτό και τον παρακαλούσαν να τους συγχωρήσει για τις
αμαρτίες τους. Ο Θεόδωρος ήταν τότε παιδί 18 χρονών.
Όταν έμαθε αυτά τα θαυμάσια γεγονότα ο Επίσκοπος Αναστασουπόλεως Θεοδόσιος, επεσκέφθη τον Θεόδωρο στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Τόσο
πολύ, μάλιστα, θαύμασε την αφοσίωση του παιδιού εις τον Θεόν και την πίστη του εις τον Ιησούν Χριστόν, ώστε τον έκανε αναγνώστη. Την άλλη ημέρα τον έκανε διάκονο και
την μεθεπομένη πρεσβύτερο. Εις ηλικία, μόνον, δεκαοκτώ ετών, ο Θεόδωρος έγινε ιερεύς του Θεού του Υψίστου. Μετά την χειροτονία του, ο Θεόδωρος προσεπάθησε να
τελειοποιηθή στην μελέτη και την έρμη νεία των Άγιων Γραφών. Επίσης πεθύμησε να επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους. Πήγε εκεί και μετά κατέβηκε σε ένα Μοναστήρι κοντά στον
Ιορδάνη ποταμό που ήταν αφιερωμένο στην Παναγία και ζήτησε από τον Αρχιμανδρίτη να τον κάνει μοναχό, διότι δεν είχε γίνει μέχρι τότε η κουρά του. Κατόπιν γύρισε και πάλι
στην πατρίδα του και ανέβηκε και πάλι στον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου Γεωργίου και αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στον Παντοδύναμο Θεό.
Η μητέρα του, έχοντας φρόνημα σαρκικό, εγκατέλειψε τον υιό της και αφού πήρε όσο μέρος της περιουσίας της αναλογούσε, νυμφεύθηκε τον Δαβίδ, άνδρα της αυτοκρατορικής
φρουράς της Άγκυρας. Η αδελφή της μητέρας του, η Δεσποινία, η μητέρα της Ελπιδία και η αδελφή του Οσίου, η Βλάττα, δεν δέχονταν να αποχωρισθούν από αυτόν. Απεναντίας
παρατηρούσαν με προσοχή την ενάρετη ζωή του και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν όσο μπορούσαν, εξαγνίζοντας και αγιάζοντας τον εαυτό τους με σωφροσύνη και
καθαρότητα βίου, με ελεημοσύνες και προσευχές.
Ο Όσιος Θεόδωρος ζούσε μέσα σε αυστηρό ασκητικό περιβάλλον. Δεν έπαιρνε τα φαγητά, που του έδιναν οι χωρικοί, αλλά διετηρείτο εις την ζωήν με λίγα χόρτα και όσπρια,
που μάζευε στην πλαγιά του βουνού. Όλη δε την ημέρα ήταν μέσα σε μια σπηλιά και προσηύχετο προς τον Πανάγαθο Θεό να τον συγχωρήσει για τις αμαρτίες του και τα
ελαττώματά του και να φωτίσει τους ανθρώπους να υπηρετούν το Άγιο θέλημά Του. Με την βοήθεια της χάριτος του Θεού, ο Θεοδόσιος ημέρωνε και τα άγρια θηρία ακόμη.
Καθημερινώς μια φοβερή αρκούδα ερχόταν έξω από την σπηλιά του και έπαιρνε τροφή, από τα χέρια του Αγίου.
Πλην όμως, ο φθονερός διάβολος, ο οποίος μισεί κάθε ενάρετο άνθρωπο, μηχανεύθηκε να εξαφανίσει τον Άγιο από προσώπου της γης. Έβαλε, λοιπόν, εις το μυαλό κάποιου
σκοτεινού ανθρώπου, ονόματι Θεοδότου, την πονηρή σκέψη να σκοτώσει τον Όσιο Θεόδωρο. Ημέρα και νύχτα ο άθλιος Θεόδοτος βασάνιζε το μυαλό του, για να βρει τρόπο να
φονεύσει τον Άγιο. Πλήρωσε λοιπόν μερικούς ληστές και τους διέταξε να ανεβούν στο βουνό και να εξολοθρεύσουν τον ευσεβή Μοναχό Θεόδωρο. Πράγματι! Οι πέντε ληστές
επήγαν στο βουνό και έφθασαν έξω από την σπηλιά του Αγίου. Όμως η θεία Χάρις φρόντισε, ώστε το άξιο τέκνο του Θεού, ο Θεόδωρος, να σωθεί. Μόλις οι ληστές πλησίασαν
στην σπηλιά, μια καυτερή φλόγα βγήκε μέσα από αυτή και έδιωξε μακρυά τους φοβερούς εκείνους ανθρώπους. Εκείνη την στιγμή, ο Άγιος εκοιμάτο, αλλά ο Θεός ο οποίος είναι
πανταχού και πάντοτε παρών, δεν τον άφησε να χαθεί. Μετά από αυτό, σηκώθηκε και ευχαρίστησε τον Πανάγαθο για την προστασία Του. Οι τρισάθλιοι όμως ληστές δεν άφησαν
τον σκοπό τους. Έριξαν δηλητήριο στην τροφή και στο νερό του Αγίου. Αλλά και πάλι ο Χριστός προστάτευσε τον Θεόδωρο. Το δηλητήριο δεν είχε καμία δύναμη και έτσι οι πέντε
ληστές δεν κατόρθωσαν τίποτε. Τότε ο άθεος και βρωμερός Θεόδοτος, έφρυξε από τον θυμό του. Κατασκεύασε μόνος του ένα φοβερό δηλητήριο, το οποίο το ανέμιξε με αίμα
ψαριού. Αυτό το δηλητήριο το έστειλε με κάποιον έμπιστο δήθεν του Αγίου Θεοδώρου, για να το φάγει. Όμως η θεία Χάρις αγρυπνεί. Προτού το φάγει ο Θεόδωρος, το ευλόγησε
και έτσι το φοβερό δηλητήριο δεν τον έβλαψε καθόλου. Μετά το νέο τούτο θαύμα, ο Θεόδοτος αντελήφθη, ότι ο αγώνας του ήταν μάταιος. Ήλθε, λοιπόν, στον Όσιο Θεόδωρο και
μετανοιωμένος του εξομολογήθηκε όλο το αμαρτωλό παρελθόν του. Τού είπε ότι θέλησε να τον φονεύσει, διότι έτσι τον διέταξε ο πονηρός διάβολος, αλλά ότι μετανοεί για τις
πράξεις του αυτές και ζητεί συγχώρηση από τον Θεό και τον Άγιο. Πράγματι! Ο Άγιος τον συγχώρησε και του συνέστησε εις την υπόλοιπη ζωή του να είναι ευσεβής και πιστός
Χριστιανός.
Κατόπιν ο Άγιος επέστρεψε εις το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Εκεί εις το Μοναστήρι του ερχόταν κάθε ημέρα πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι έπασχον από διάφορες
ασθένειες. Όλους αυτούς ο Άγιος, με την θαυματουργό δύναμη του, τους θεράπευε και τους δίδασκε το θείο θέλημα. Πολλοί από αυτούς εγίνοντο Μοναχοί και έμεναν εις
το Μοναστήρι τού Αγίου Γεωργίου.
Ήλθε όμως και η σειρά του Οσίου να ανεβεί εις τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ενώ κατεγίνετο με το κτίσιμο πολλών εκκλησιών, στις οποίες θα δοξολογείτο ο Δημιουργός, πέθανε
ο Επίσκοπος Αναστασουπόλεως Τιμόθεος. Τότε, όλοι οι κληρικοί της περιοχής, με ένα στόμα, ζήτησαν από τον Αρχιεπίσκοπο της Αγκύρας Παύλο, να ανεβάσει στο θρόνο τον
ενάρετο Θεόδωρο. Ο Αρχιεπίσκοπος χάρηκε πολύ, διότι θα ανέβαινε στο θρόνο της Αναστασουπόλεως ένας τέτοιος Άγιος κληρικός. Απεσταλμένοι του Αρχιεπισκόπου Παύλου
ήλθαν στο Μοναστήρι και ζήτησαν τον Θεόδωρο. Τον βρήκαν μέσα στην σπηλιά του να προσεύχεται. Τού ζήτησαν να πάει στην Άγκυρα. Ο Όσιος όμως ούτε θέλησε να ακούσει
τέτοιο πράγμα, διότι έλεγε ότι η κοσμική εξουσία θα τον αποσπούσε από την πνευματική του άσκηση και την συνεχή επικοινωνία του με το Θεό. Οι απεσταλμένοι απάντησαν, ότι
ο λαός της περιοχής έχει ανάγκη ενός ευσεβούς ποιμένους, ο οποίος θα τον οδηγεί στην ενάρετη ζωή. Μετά από πολλές προσπάθειες, εδέχθη ο Άγιος να αφήση το αγαπημένο
του Μοναστήρι και να αναλάβει τις βαριές ευθύνες του Επισκόπου. Ανέλαβε, λοιπόν, την Επισκοπή της Αναστασουπόλεως ο Θεόδωρος. Πολλές αγαθοεργίες έκανε ως επίσης
και πολλά θαύματα. Έγινε ο πνευματικός οδηγός και προστάτης των πτωχών και των αδυνάτων. Τότε επεθύμησε για τρίτη φορά να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους.
Όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, γύρισε όλα τα Μοναστήρια και όλους τους τόπους, όπου εγεννήθη και έζησε και δίδαξε ως άνθρωπος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Τόσο δε
ευχαριστήθηκε από την Μοναχική ζωή, ώστε δεν θέλησε να γυρίσει πίσω, αλλά παρέμεινε εις ένα Μοναστήρι, σαν Μοναχός. Τότε, μια νύχτα, παρουσιάσθηκε στον ύπνο του ο
Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος. Ο Άγιος προσέφερε στον Θεόδωρο, ένα μπαστούνι και του είπε:
—Σήκω αμέσως για να φύγουμε στην πατρίδα. Δεν σού επιτρέπεται να εγκαταλείψεις απροστάτευτο το ποίμνιο σου και να μένεις εδώ σαν Μοναχός. Υπάρχουν άνθρωποι
αδύνατοι και φτωχοί, οι οποίοι ζητούν επίμονα την παρουσία σου στην Αναστασιόπολη. Τότε ο Άγιος σηκώθηκε αμέσως και ξεκίνησε για την Πατρίδα του.
Αλλά τα καθήκοντα της Επισκοπής, εφαίνοντο πολύ βαριά εις τον Άγιο Θεόδωρο. Ήταν πλέον ένδεκα χρόνια Επίσκοπος της Αναστασουπόλεως και επιθυμούσε πάρα πολύ
να περάσει την υπόλοιπη ζωή του εις το Μοναστήρι σαν Μοναχός. Γι’ αυτό λοιπόν, κάλεσε μια ημέρα τους προκρίτους της πόλεως και όλους τους Κληρικούς και τους είπε:
—Αδελφοί μου, τα Επισκοπικά καθήκοντα είναι πλέον πολύ βαριά για μένα. Δεν μπορώ να φροντίσω για άλλο χρονικό διάστημα, για τα πνευματικά σας ζητήματα, σαν
Επίσκοπος σας. Παρακαλώ, λοιπόν, να με απαλλάξετε των ευθυνών της Επισκοπής, για να αποσυρθώ εις ένα μοναστήρι ως Ασκητής.
Τότε οι κάτοικοι της Μητροπόλεως άρχισαν να κλαίνε και να παρακαλούν τον Θεόδωρο να μείνει. Όμως ο Άγιος είχε λάβει την αμετάκλητη πλέον απόφαση του. Τότε οι πρόκριτοι
της πόλεως, πήγαν εις τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυριακό και τον παρακάλεσαν να τους ορίσει άλλον Επίσκοπο. Αρχίζει τότε νέα περίοδος θαυμάτων, του Οσίου
Θεοδώρου. Πλήθος από αρρώστους ερχόταν στο Μοναστήρι και με τις προσευχές του Αγίου ελάμβαναν την θεραπεία.
Την ίδια εποχή ο Όσιος έλαβε επιστολές και από τον βασιλέα Μαυρίκιο και τον Πατριάρχη Κυριακό, οι οποίοι τον προέτρεπαν να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη και να τους
ευλογήσει. Έτσι λοιπόν πήγε στη θεοφύλακτη πόλη, όπου κήρυξε το λόγο του Θεού και θεράπευσε πολλούς. Με τα θαύματα αυτά η φήμη του Αγίου εξαπλώθηκε εις όλο το
Βυζαντινό Κράτος. Αυτό πολύ τον ενοχλούσε. Γι’ αυτό και έφυγε από την πόλη της Κωνσταντινουπόλεως και επέστρεψε στο Μοναστήρι του.
Ο Όσιος επέστρεψε, αλλά επισκέφθηκε για δεύτερη φορά την Κωνσταντινούπολη, το έτος 610 μ.Χ., επί Πατριάρχου Θωμά, στον θάνατο του οποίου βρέθηκε. Και αφού τιμήθηκε
από τον Πατριάρχη Σέργιο επανήλθε στο μοναστήρι του, όπου συνέχισε το θεοφιλή βίο του.
Εν τω μεταξύ ο Άγιος Θεόδωρος είχε γυρίσει στο Μοναστήρι του στην Συκεώνα και συνέχιζε την ασκητική και γεμάτη από θαύματα ζωή του. Μίση ανδρογύνων διελύοντο και μίση
μεταξύ των πολιτών διεσκορπίζοντο δια της ευλογίας του Αγίου. Πολλές φορές οι ποταμοί πλημμύριζαν και οι άνθρωποι έτρεχαν στον Άγιο για να τους βοηθήσει. Τότε αυτός,
προσηύχετο θερμά εις τον Θεό και σταματούσαν το καταστροφικό έργο τους.
Καθημερινώς ο Άγιος, δίδασκε τους ανθρώπους το θείο θέλημα και τους παρακινούσε να ζουν σύμφωνα με την διδαχή του Ιησού Χριστού. Πάντοτε δε συμβούλευε τους
βλασφήμους και τους παρακινούσε να γυρίσουν στον ορθό τρόπο της ζωής και να έχουν την γλώσσα τους καθαρή από τα λόγια του διαβόλου. Πάντοτε δίδασκε την μεγάλη αρετή
της αγάπης. Αυτή, έλεγε, είναι η βάση της θρησκείας μας και το μυστικό της προόδου των ανθρώπων. Διότι όλοι είμεθα παιδιά του ίδιου Θεού και συνεπώς αδέλφια μεταξύ μας.
Γι’ αυτό πρέπει να είμεθα φιλόξενοι, ελεήμονες και να θυσιαζώμεθα για τον πλησίον μας, σύμφωνα με το παράδειγμα του Κυρίου μας, ο οποίος θεμελίωσε τον Χριστιανισμό με
την θεία εντολή: «αγαπάτε αλλήλους».
Αυτή ήταν η ζωή του Οσίου Θεοδώρου. Μια ζωή, αφιερωμένη στον Θεό. Κατά το τρίτο έτος της βασιλείας του Ηρακλείου, απέθανεν ο Όσιος, την 22α Απριλίου. Η εκκλησία μας,
δια την αρετή του και τα θαυματά του, τον εκήρυξε Άγιον.
Καὶ Θεοδώρῳ, καὶ νεκρῷ Θεοδώρου, τὸ θαυματουργεῖν δῶρον ἐκ Θεοῦ μέγα. Εἰκάδι δευτερίῃ Συκεώτην τύμβος ἔκρυψεν.
Ἐκ σπάργανων ἐπλήσθης τῆς θείας χάριτος, καὶ τῷ Θεῷ ἀνετέθης ὡς Σαμουὴλ ὁ κλεινός, τὴν ὑπέρτιμον στολὴν Πάτερ κληρούμενος· ὅθεν θαυμάτων αὐτουργός,
καὶ Χριστοῦ μυσταγωγός, Θεόδωρε ἀνεδείχθης, θεοδωρήτως ἐκλάμπων, τὰς ψυχοτρόφους δωρεὰς τοῖς πιστοῖς.
Ἐν σοί Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβών γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ·
ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Θεόδωρε τό πνεῦμά σου.
Ὡς πυρίνῳ ἅρματι, ταῖς ἀρεταῖς θεοφόρε, ἐπιβὰς ἀνέδραμες, εἰς οὐρανίους οἰκήσεις, ἄγγελος, μετὰ ἀνθρώπων συμβιοτεύων, ἄνθρωπος, σὺν τοῖς Ἀγγέλοις
περιχορεύων· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, θαυμάτων θεῖον δοχεῖον Θεόδωρε.
Δῶρον καθιέρωσας τῷ Θεῷ, Θεόδωρε Πάτερ, τὸν σὸν βίον τὸν ἱερόν· ὅθεν θεοσδότων, μετέσχες χαρισμάτων, καὶ δωρεὰν βλυσταίνεις, πᾶσι τὰς χάριτας