21 Φεβρουαρίου , Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου , αρχή του Τριωδίου
Από Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ · 20 Φεβρουαρίου 2021
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Δεκάτης έκτης Κυριακής (ΙΣΤ΄) Λουκά (Εκ του κατά Λουκάν κεφάλαιον ιη΄ , στίχοι 10 έως 14)
Εἶπεν ὁ Κύριος την παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
Απόδοση στη νεοελληνική
Εἶπεν ὁ Κύριοςτὴν ἑξῆς παραβολή· Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν εἰς τὸν ναόν, διὰ νὰ προσευχηθοῦν, ὁ ἕνας ἦτο Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος ἐστάθηκε καὶ ἔκανε τὴν ἑξῆς προσευχὴν ἐν σχέσει πρὸς τὸν ἑαυτόν του· Θεέ, σ’ εὐχαριστῶ, διότι δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοὶ ἢ ὅπως αὐτὸς ἐδῶ ὁ τελώνης. Νηστεύω δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα, δίνω τὸ δέκατον ἀπὸ ὅλα, ὄσα ἀποκτῶ. Ὁ τελώνης ὅμως ἐστεκότανε μακρυὰ καὶ δὲν ἤθελε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσῃ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀλλ’ ἐκτυποῦσε τὸ στῆθός του καὶ ἔλεγε, Θεέ, ἐλέησέ με τὸν ἁμαρτωλόν. Σᾶς λέγω, ὅτι αὐτὸς κατέβηκε εἰς τὸ σπίτι του δικαιωμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν παρὰ ὁ ἄλλος. Διότι ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτόν του θὰ ταπεινωθῇ, καὶ ἐκεῖνος ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτόν του θὰ ὑψωθῇ.
Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου
Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην διδακτική παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, την οποία ο Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου να διδάξει την αρετή της ταπεινώσεως και να στηλιτεύσει την έπαρση.
Η τάξη των Φαρισαίων εκπροσωπούσε την υποκρισία και την εγωιστική αυτάρκεια και έπαρση. Τα μέλη της απόλυτα αποκομμένα από την υπόλοιπη ιουδαϊκή κοινωνία, αποτελούσαν, λαθεμένα, το μέτρο σύγκρισης της ευσέβειας και της ηθικής για τους Ιουδαίους.
Αντίθετα οι τελώνες ήταν η προσωποποίηση της αδικίας και της αμαρτωλότητας. Ως φοροεισπράκτορες των κατακτητών Ρωμαίων διέπρατταν αδικίες, κλοπές, εκβιασμούς, τοκογλυφίες και άλλες ειδεχθείς ανομίες και γι’ αυτό τους μισούσε δικαιολογημένα ο λαός. Δύο αντίθετοι τύποι της κοινωνίας, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις δύο αυτές τάξεις, ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν.
Ο πρώτος ο νομιζόμενος ευσεβής, έχοντας την αυτάρκεια της δήθεν ευσέβειάς του ως δεδομένη, στάθηκε με έπαρση μπροστά στο Θεό και άρχισε να απαριθμεί τις αρετές του, οι οποίες ήταν πραγματικές.
Τις εξέθετε προκλητικότατα εις τρόπον ώστε απαιτούσε από το Θεό να τον επιβραβεύσει γι’ αυτές. Για να εξαναγκάσει το Θεό έκανε και αήθη σύγκρισή του με άλλους ανθρώπους και ιδιαίτερα με τον συμπροσευχόμενό του τελώνη.
Αντίθετα ο όντως αμαρτωλός τελώνης συναισθάνεται τη δεινή του κατάσταση και με συντριβή και ταπείνωση ζητεί το έλεος του Θεού. Αυτή η μετάνοιά του τον δικαιώνει μπροστά στο Θεό. Γίνεται δεκτή η προσευχή του, σε αντίθεση με τον υποκριτή Φαρισαίο, ο οποίος όχι μόνο δεν έγινε δεκτή η προσευχή του, αλλά σώρευσε στον εαυτό του περισσότερο κρίμα, εξαιτίας της εγωπάθειάς του.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας όρισαν να είναι αφιερωμένη η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου στη διδακτική αυτή παραβολή του Κυρίου για να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί πως η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού και πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, που οδηγεί τον άνθρωπο η εγωπάθεια.
Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Ρωμαίου
Ἐνῶ ζοῦσε στόν Παράδεισο ὁ ἄνθρωπος, μέ διαβολική συμβουλή μετεστράφη, διεστράφη. Καί ἐνῶ ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πού θαύμαζε καί δοξολογοῦσε τόν Θεό καί ὑπήκουε στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί χαιρότανε τήν ὑποταγή του στόν Θεό, ἔγινε ἕνας ἄνθρωπος ἐγωκεντρικός, ἐγωϊστής. Ἤθελε τά πράγματα νά γίνουν κατά τό δικό του θέλημα, κατά τό συμφέρον του, ὅπως ἐκεῖνος βέβαια τό ἐννοοῦσε, ὄχι πλέον ὅπως τό ἐννοοῦσε ὁ Θεός καί γι᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε. .Ἄκουσε τή συμβουλή τοῦ διαβόλου καί ἐπαναστάτησε κατά τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή θεώρησε ὅτι εἶναι πλέον συμφερότερο σέ αὐτόν νά ἀκούσει τήν ὁδηγία τοῦ διαβόλου παρά τήν ἐντολἠ τοῦ Θεοῦ.Ἀπό τότε καί ἐμεῖς ὅλοι οἱ πεσμένοι ἄνθρωποι κληρονομήσαμε ἕναν ἐγωκεντρισμό ἀδυσώπητο καί ἄκαμπτο, θά λέγαμε. Κι αὐτός ὁ ἐγωκεντρισμός ξεκινάει ἀπό τή γέννησή μας καί πολλές φορές, δυστυχῶς, μᾶς συνοδεύει μέχρι τόν τάφο. Συγκεντρωμένοι ἀπό τότε πού γεννιόμαστε στά ὑλικά ἀγαθά πού μπορεῖ νά μᾶς προσφέρει ἡ Μάννα μας, ὅταν μᾶς ἔχει ἀκόμα στήν ἀγκαλιά της, βρέφη ὀλίγων ἡμερῶν, ἄν μᾶς δώσει γάλα ὅλα πᾶνε καλά, ἄν δέν μᾶς δώσει ἀρχίζουμε τά κλάματα· ἄν τήν ἔχουμε κοντά μας ὅλα πᾶνε καλά, ἄν φύγει ἀπό κοντά μας, αἰσθανόμαστε ἀνασφάλεια. Ἔτσι μπαίνουμε μέσα στή ζωή μ᾿ αὐτόν τόν ἐγωκεντρισμό, ὁ ὁποῖος εἶναι συνυφασμένος μέ τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως, ὅπως λένε οἱ ἐπιστήμονες, καί πολλές φορές τά μπερδεύουμε καί ὅ,τι θέλουμε νομίζουμε ὅτι εἶναι καί ἀπαραίτητο γιά τήν ὑπόστασή μας, γιά τή διατήρησή μας καί ἀλίμονο σέ ἐκεῖνον πού δέν θά θελήσει νά κάνει αὐτό πού ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι μᾶς εἶναι ἀπαραίτητο. Καί ἀνάλογα μέ τήν κοσμοθεωρία τῆς οἰκογενείας μας, ἀνάλογα μέ τίς θρησκευτικές μας πεποιθήσεις, ἀνάλογα μέ τήν ἀγωγή πού ἔχουμε ὁ καθένας ἀπό τό σπιτικό μας, τήν οἰκογένειά μας, αὐτόν τόν ἐγωκεντρισμό τόν διατηροῦμε καί τόν διαμορφώνουμε ὅσο μποροῦμε πιό ὁλοκληρωμένο, πιό ἄτεγκτο, πιό σκληρό.Δύο κατηγορίες θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν: Ἐκεῖνοι πού στηρίζουν ὅλα τους τά βιώματα, ὅλα τους τά αἰσθήματα γιά ὀντότητα καί γιά ὑπεροχή στό τί ἔχουν, τί ἀπολαμβάνουν, τί κάνουν, καί οἱ ἄλλοι πού συγκεντρώνουν τήν προσοχή τους στό τί εἶναι, πῶς τούς θεωρεῖ ὁ κόσμος, πόσο μεγάλοι, πόσο μικροί, πόσο μηδαμινοί καί πόσο ὑπέροχοι εἶναι.Ἕνας ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους, φαίνεται, ἦταν καί ὁ Φαρισαῖος, ὁ ὁποῖος παρουσιάσθηκε στό Θεό μπροστά, ἔχοντας φωτογραφίσει, κατά τή γνώμη του, πολύ καλά τόν ἑαυτό του καί ἔλεγε ὅλα ἐκεῖνα τά ἐγκωμιαστικά, στηρίζοντας ἕνα αἴσθημα εὐεξίας, ἕνα βίωμα ὀντότητος καί ὑπεροχῆς ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων καί ἰδιαίτερα ἔναντι τοῦ Τελώνου.Εἶχε κάνει βέβαια δύο λάθη μεγάλα. Τό ἕνα ἦταν ὅτι θέλησε νά κάνει σύγκριση τοῦ ἑαυτοῦ του μέ ἄλλους ἀνθρώπους καί τό δεύτερο ἦταν ὅτι ἤθελε νά συγκρίνει τά δῶρα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἴδιο, μέ ἐκεῖνα πού δέν εἶχε πάρει ὁ Τελώνης. Διότι ὅ,τι καλό εἶχε ὡς ἄνθρωπος ἦταν δῶρο τοῦ Θεοῦ καί δέν μποροῦσε νά τό θεωρεῖ δικό του κατόρθωμα. Καί ἔτσι ἔφθασε σ᾿ αὐτή τή φαρισαϊκή ἔπαρση, ὅπως τή λέμε, τό αἴσθημα τῆς ὑπεροχῆς καί τῆς ὀντότητος, πού παρουσιάστηκε τόσο πολύ φοβερό καί, ὅπως τό τονίζει καί ὁ Κύριος, μᾶς κάνει καί μᾶς, πολλές φορές, ὅταν τό ἀκοῦμε, τουλάχιστον νά τρέμουμε.Ἀλλά δυστυχῶς, εἴτε συνειδητά εἴτε ἀσυνείδητα, εἴμαστε ὅλοι Φαρισαῖοι! Εἴμαστε! Καί ὅλοι μας συγκεντρώνουμε τήν προσοχή μας, εἴτε κρυφά εἴτε φανερά, εἴτε θρησκευτικά εἴτε μή θρησκευτικά, συγκεντρώνουμε τήν προσοχή μας νά δοῦμε τί πήραμε ἀπό τή ζωή, τί κερδίσαμε, τί κατακτήσαμε, πόσο οἱ ἄνθρωποι μᾶς ὑπολήπτονται, πόσο οἱ ἄνθρωποι μᾶς ὑπ0λογίζουν, ἄν ὑπάρχουν κατώτεροι ἤ ἀνώτεροι ἀπό μᾶς, ἄν οἱ ἄνθρωποι ντύνονται καλύτερα ἀπό μᾶς, ἄν τά παιδιά τους πᾶνε στό σχολεῖο τό ἰδιωτικό μέ τό αὐτοκίνητο καί τά δικά μας πᾶνε μέ τά πόδια, ἄν τά παπούτσια μας εἶναι πιό καινούργια ἤ πιό παλιά. Ἄν καί ποιά ἀπό τά παιδιά μιλᾶνε πιό εὐγενικά ἤ ὄχι, ἄν πᾶνε ἤ δέν πᾶνε στήν Ἐκκλησία καί χίλια δυό ἄλλα. Χίλιες δυό συγκρίσεις κάνουμε σύμφωνα μέ τό μυαλό μας, τήν κοσμοθεωρία μας, γιά νά δοῦμε τέλος πάντων τί ἔχουμε κατακτήσει, τί ἀπολαμβάνουμε τί μᾶς λείπει, πόσο μᾶς ὑπολογίζουν καί πόσο δέν μᾶς ὑπολογίζουν.Καί πολλές φορές αὐτά τά βιώματα τῆς ὀντότητος, τῆς ὑπεροχῆς πού ἀποκτοῦμε τά κάνουμε καί προσευχές ἀνάλογες μέ τοῦ Φαρισαίου καί νομίζουμε ὅτι ὅλα τά πράγματα πᾶνε καλά.Βεβαίως ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη πλευρά. Ὅταν ὅλη αὐτή ἡ ἔρευνα πού κάνουμε γιά νά δοῦμε ποιοί εἴμαστε καί τί ἔχουμε καί πόσο ἀξίζουμε μᾶς πληροφορεῖ ἀρνητικά, μᾶς λέει ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἐκεῖνοι πού ὑπολειπόμεθα, ὑστερούμεθα, πού μειονεκτοῦμε· τότε ἀντί νά ἔχουμε αἴσθημα ὀντότητος ἔχουμε αἴσθημα ἐξουδενώσεως καί τάσεις αὐτοκαταστροφῆς! Ἀφοῦ δέν εἶμαι τίποτε, ἀφοῦ δέν ἀξίζω τίποτε, ἀφοῦ ὁ κόσμος δέν μέ ὑπολήπτεται, ἀφοῦ δέν μπορῶ νά κατακτήσω τούς στόχους πού θέλω, τί τή θέλω τή ζωή; Ἄς ἐξαφανισθῶ ἀπό προσώπου τῆς γῆς. Ὅλοι αὐτοί πού αὐτοεξαφανίζονται δέν κάνουν τίποτε ἄλλο παρά φανερώνουν αὐτή τήν ἀδυναμία. Ἤθελαν νά ἱκανοποιήσουν αὐτό τό φαρισαϊσμό, δέν μπόρεσαν καί πῆγαν ἀπό τήν ἀνάποδη νά διατηρήσουν τόν ἐγωϊσμό τους καί αὐτοεξαφανίζονται ἀπό τή ζωή γεμάτοι αἰσθήματα πόνου καί πικρίας.Στήν Ἐκκλησία ἀπό τότε πού ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος καί σαρκώθηκε καί προσέλαβε ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος καί ἦρθε καί ἔζησε γιά μᾶς καί θά ἔλεγα μέ μιά ἁπλή λέξη ἔγινε«ἀποτυχημένος» γιά μᾶς -πάνω στό Σταυρό πέθανε σάν ἀποτυχημένος, ὁ πιό ἀποτυχημένος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, ὁ πιό ἀποτυχημένος ἐπαναστάτης πραξικοπιματίας, ἔτσι τόν θεωρήσανε, ἔτσι τόν σταυρώσανε. Ὁ Χριστός ἀπό τότε πού ἔγινε ἄνθρωπος, συγκέντρωσε ὅλη τήν ἀποτυχία ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους στή δική του «ἀποτυχία», ἀλλά ὄχι γιά νά μείνει ἀποτυχία καί ὄχι γιά νά ὁδηγήσει στήν αὐτοκτονία, ἀλλά γιά νά ὁδηγήσει στό θρίαμβο, στήν Ἀνάσταση. Ἔγινε ἀποτυχημένος γιά μᾶς, ἀλλά ἔγινε συγχρόνως καί νικητής γιά μᾶς. Ἔγινε ἡ σωτηρία μας, ἡ ἐπιθυμία μας, ἡ αἰώνια λύτρωσή μας, ἡ αἰώνια μακαριότης μας.Ἀπό τότε λοιπόν ἐμεῖς οἱ πιστοί δέν πρέπει νά προσέχουμε τί εἴμαστε, πόσο ἀξίζουμε, πόσα ἀγαθά κατακτήσαμε ἤ τέχνες ἤ ὑπόληψη κοινωνική ἤ ἐπιστημονική καί χίλια δυό ἄλλα πράγματα. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά κάνουμε εἶναι πρῶτα-πρῶτα σάν τόν Τελώνη νά ζητᾶμε μέ κατάνυξη μέ δάκρυα, μέ συντριβή τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νά καθαρίσει τήν ψυχή μας, νά ἀνοίξει τά μάτια μας νά βλέπουμε πραγματικά, νά χαιρόμαστε τά ὅσα ἔκανε γιά μᾶς. Τά αἰσθήματα τῆς ὀντότητός μας νά ἑδραιώνονται καί νά πηγάζουν ἀπό τό τί ἔκανε ὁ Θεός γιά μᾶς, ὄχι ἄν ἔχουμε ἐμεῖς ἤ ἄλλοι κάνει τίποτε. Καί δεύτερο, ὅταν διαπιστώνουμε τί ἔκανε ὁ Θεός γενικά γιά τό ἀνθρώπινο γένος, γιά τήν Ἐκκλησία Του, γιά μᾶς ὅλους, νά μποροῦμε νά προχωροῦμε πιό πέρα καί νά ἀναγνωρίζουμε τίς μεγάλες εὐεργεσίες πού ἔκανε καί στόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό.Πολλές φορές ἀναγνωρίζουμε τόν Θεό ὅτι εἶναι Πατέρας ὅλου τοῦ κόσμου, ἀλλά δέν ἀναγνωρίζουμε ὅτι εἶναι Πατέρας δικός μας καί μάλιστα ὁ πιό πανίσχυρος καί ὁ πιό παντοδύναμος ὅλων Πατέρας, πού δέν θά μποροῦσε νά τόν ἔχει κανείς ἄλλος. Δέν τό νιώθουμε ὅμως αὐτό, γι’ αὐτό καί ἀπελπιζόμαστε, γι’ αὐτό καί ἀδημονοῦμε, ἀγχόμεθα. Αἰσθανόμαστε ἕνα τίποτε, μηδαμινοί, κουρελιάρηδες… Γιατί, γιατί νά μειονεκτοῦμε;Ἐκτός τοῦ ὅτι λοιπόν ὁ Θεός ἔκανε τόσα γιά μᾶς, μᾶς ἔδωσε τή δυνατότητα ἀνά πᾶσαν στιγμήν νά ζοῦμε μέσα στή ζωή τοῦ Χριστοῦ ὅπως καί ἡ ἐπιτυχία μας ἤ ἡ ἀποτυχία μας ἐξαρτᾶται ἀπό τό πόσο εἶναι ἐπιτυχία ἤ ἀποτυχία κατά Χριστόν. Ὄχι πῶς τήν κρίνουν οἱ ἄνθρωποι, ὄχι πῶς τή λέει τό μυαλό μας, ὄχι πῶς θά μιλήσει ἡ γειτόνισσα γιά μᾶς ἤ ὁ δάσκαλος στό σχολεῖο ἤ -ξέρω ᾿γώ- ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἤ πολύ περισσότερο οἱ ἐφημερίδες καί τά περιοδικά. Αὐτά δέν μᾶς συγκινοῦν. Τά ἀκοῦμε, τά διαβάζουμε, τά κρίνουμε, ἀλλά δέν στηρίζουμε πάνω σ’ αὐτά τά στοιχεῖα τά βιώματα τῆς πνευματικῆς εὐεξίας μας, δέν στηρίζουμε τήν ὀντότητά μας, δέν στηρίζουμε τήν ἐπιτυχία μας καί πολύ περισσότερο τό θάρρος καί τήν ἐλπίδα μας γιά τή ζωή.Γιατί ἄν στηριζόμαστε πάνω σ’ αὐτά τά στοιχεῖα τά γήινα, γινόμαστε εἰδωλολάτρες. Ἄν στηριζόμαστε πάνω στό Χριστό καί στό τί ἔκανε ὁ Χριστός γιά μᾶς, εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας ζωντανά καί ἡ ἐλπίδα μας δέν φεύγει ποτέ καί ἡ σωτηρία εἶναι βεβαία καί ἡ ἀνάσταση μέ τόν Χριστό εἶναι βεβαία.Χωρίς πάλι νά ἔχουμε τό δικαίωμα νά ὑπερηφανευθοῦμε καί νά ποῦμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε χριστιανοί καί καλύτεροι ἀπό τούς ἄλλους πού δέν εἶναι χριστιανοί. Γιατί ὁ Χριστός μᾶς εἶπε δυό φοβερά πράγματα. Πρῶτα -πρῶτα μᾶς εἶπε ὅτι, ἄν θέλουμε νά εἴμαστε μαζί Του, πρέπει νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας καί δεύτερο νά σηκώσουμε τόν σταυρό καί νά τόν ἀκολουθήσουμε. Καί μετά μᾶς εἶπε, ἄν ὅλα ὅσα μᾶς ἔχει διατάξει, μᾶς ἔχει δώσει ἐντολές τά κάνουμε, νά αἰσθανόμαστε καί νά ζοῦμε ὅτι εἴμαστε ἀχρεῖοι δοῦλοι γιατί κάναμε ὅτι ἔπρεπε νά κάνουμε καί τίποτε παραπάνω. Καί αὐτό τό κάναμε μέ τή δύναμη καί τή Χάρη τή δική Του. Δέν μᾶς ἀφήνει περιθώρια γιά καυχήσεις τέτοιου εἴδους, γιά ὑπερηφάνειες, γιά ὑπεροχές καί γιά μειονεξίες. Μᾶς φτάνει μόνο νά μείνει ἡ ψυχή μας ἐκστατική, νά βλέπουμε τά ὅσα Ἐκεῖνος ἔκανε, νά Τόν θαυμάζουμε, νά αἰσθανόμαστε, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, ἕνα μηδενικό, τό οὐδέν καί νά σκεπτόμαστε γιατί ὁ Θεός τόσο πολύ θέλησε νά μᾶς ἀγαπήσει καί τόσο πολύ θέλησε νά μᾶς εὐεργετήσει ἐνῶ δέν τό ἀξίζουμε.Ἔτσι μπαίνουμε στό τελωνικό βίωμα, δηλαδή στά βιώματα ἐκεῖνα πού , κατανύσσουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τραβοῦν τή Χάρη, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τόν κάνουν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ζοῦσαν κι οἱ Πατέρες. Ὁ μεγαλύτερος Ἅγιος ποτέ δέν αἰσθανόταν ὅτι εἶναι ἅγιος, ἀλλά ὅτι εἶναι ὁ ἔσχατος τῶν ἁμαρτωλῶν, ὁ πιό φθηνός καί βδελυρός ἄνθρωπος. Πολλοί ἔφθασαν μέχρι τό σημεῖο νά ποῦν ὅτι «οὔτε τό σῶμα μου νά μήν κηδέψετε»! «Νά τό ἀφήσετε νά τό φᾶνε τά θηρία», γιατί πίστευαν ἀπό τό ταπεινό φρόνημα πού εἶχαν γιά τόν ἑαυτό τους, ὅτι δέν ἄξιζε οὔτε τήν τιμή τῆς κηδείας! Τέτοια ἰδέα εἶχαν οἱ Ἅγιοι γιά τόν ἑαυτό τους. Καί ὁ Ἵδιος ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός κατεδέχθη ἀκριβῶς ἕνα τέτοιο ἀτιμωτικό θάνατο, γιά νά ξερριζώσει αὐτά τά βιώματα τά ἐγωκεντρικά ἀπό τή ζωή μας καί νά μᾶς ξαναφέρει στή ζωή τῆς Χάριτος, τή θεϊκή, νά μᾶς κάνει θεούς κατά χάριν, ὅπως ὁ Ἴδιος μᾶς ἔχει πεῖ.Ἀνοίγει τό Τριώδιο ἄλλη μία φορά ἡ Ἐκκλησία καί μᾶς καλεῖ στήν κατάνυξη, τήν συντριβή καί τή μετάνοια. Ἄν κρατήσουμε αὐτό τό βίωμα, πού θά ᾿λεγε κανείς ὅτι εἶναι ἐπικεφαλῆς τῆς μεγάλης αὐτῆς περιόδου τῆς Τεσσαρακοστῆς, καί τῆς προπαρασκευῆς γιά τήν Τεσσαρακοστή, ἄν κρατήσουμε αὐτό τό βίωμα νά διατηρηθοῦμε μέσα στό Θεό μέ ταπείνωση, μέ ἐλπίδα, θά ἔχουμε καί χαρά καί εἰρήνη καί θά ζοῦμε, ὄχι φαρισαϊκά, ἀλλά τελωνικά τή βεβαιότητα τῆς σωτηρίας μας.
Δύο πράγματα ἀπαιτοῦνται ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους, νὰ κατακρίνουμε τὰ ἰδικὰ μας ἁμαρτήματα καὶ νὰ συγχωροῦμε τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων. Διότι ἐκεῖνος πού βλέπει τὰ ἰδικὰ του ἁμαρτήματα, συγχωρεῖ πιὸ εὔκολα τούς ἄλλους· ἐνῶ ἐκεῖνος πού κατακρίνει τοὺς ἄλλους, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του κατακρίνει καὶ καταδικάζει, ἔστω καὶ ἂν ἔχη πολλὲς ἀρετές. Ἀληθῶς μεγάλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ μὴ κατακρίνουμε τοὺς ἄλλους, ἀλλά τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί. Ἐμεῖς ὅμως, ἀφήνοντας τὶς δικὲς μας ἁμαρτίες, τοὺς ἄλλους ἰδίως κατακρίνουμε, τοὺς ἄλλους ἐξετάζουμε, μὴ γνωρίζοντας ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν εἴμεθα δικαιότεροι ἀπὸ ὅλους, ἐὰν κατακρίνουμε τοὺς ἄλλους, γινόμεθα ἔνοχοι καὶ εἴμεθα ἄξιοι τῆς ἰδίας τιμωρίας καὶ τῶν ἰδίων βασάνων τῶν ὁποίων εἶναι ἄξιος καὶ αὐτός τὸν ὁποῖον κρίνουμε·«Ὧ γὰρ κρίματι κρίνετε» λέγει «τούτῳ καὶ κριθήσεσθε». Διότι αὐτός πού πορνεύει, παραβαίνει ἐντολή, ὅπως καὶ ἐκεῖνος πού τὸν κρίνει. Ὥστε καὶ οἱ δύο παραβαίνουν θείαν ἐντολή, καὶ αὐτός πού πορνεύει καὶ ἐκεῖνος πού κρίνει. Ἀλλὰ ἂς μεταφέρουμε μᾶλλον τὴν ἐξέτασι τῶν ἄλλων καὶ τὴν λεπτομερῆ ἐνασχόλησι στοὺς ἑαυτούς μας, ἀγαπητοί. Καὶ ἐὰν δοῦμε κάποιους νὰ ἁμαρτάνουν, ἐμεῖς ἂς ἔχουμε τὶς δικὲς μας ἁμαρτίες ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μας καὶ ἂς θεωροῦμε τὰ δικὰ μας χειρότερα ἀπὸ τῶν ἄλλων. Διότι ἐκεῖνος πού ἁμάρτησε, ἴσως καὶ τὴν ὥρα τῆς ἁμαρτίας νὰ μετενόησε, ἐνῶ ἐμεῖς μένουμε πάντοτε ἀδιόρθωτοι κατακρίνοντας καὶ ἐξετάζοντας ἄλλους. Ἐκεῖνος ὁ Λώτ, ἂν καὶ κατοικοῦσε στὰ Σόδομα, κανέναν δὲν κατέκρινε, κανέναν δὲν κατηγόρησε. Γιʼ αὐτό ἐδικαιώθη καὶ διεσώθη ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὴν πανωλεθρία, στὰ ὁποῖα κατεδικάστησαν οἱ Σοδομίτες. Ἂς ταπεινωθοῦμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς κατακρίνοντας τοὺς ἑαυτούς μας, τοὺς ἑαυτούς μας νὰ ὀνειδίζωμε γιὰ νὰ ὑψωθοῦμε, νὰ γίνουμε ἀκατάκριτοι. Ἂς ἀγαπήσουμε τὴν ταπεινοφροσύνη. Μὲ αὐτή ἐδικαιώθη ὁ Τελώνης καὶ ἀπέβαλε τὸ φορτίον τῶν ἁμαρτημάτων του. Ἂς μισήσουμε τὴν ὑψηλοφροσύνη, ἐπειδὴ ὁ Φαρισαῖος ἀπὸ αὐτή κατεκρίθη καὶ ἔχασε τὶς ἀρετές πού εἶχε. Ὁ Φαρισαῖος, ἐπειδὴ διέπραξε τὰ καλὰ μὲ ὄχι καλὸ τρόπο, κατεκρίθη. Ὁ Τελώνης ἀπορρίπτοντας μὲ καλὸ τρόπο τὰ μὴ καλὰ ἔργα, ἐδικαιώθη. Διότι ὁ Θεὸς εἶδε μὲ συμπάθεια τὸν στεναγμὸ τοῦ Τελώνου καὶ τὴν συντριβή του καὶ τὰ κτυπήματα τοῦ στήθους του καὶ ἀφοῦ ἐδέχθη τὸ «ἱλάσθητι» τὸν δικαίωσε μαζὶ μὲ τὸν Ἄβελ. Τὶς δὲ θυσίες καὶ τὶς ἀρετές καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ καυχησιολόγου καὶ ὑπερήφανου Φαρισαίου τὶς ἐσιχάθη καὶ τὶς ἀπεστράφη καὶ τὸν κατεδίκασε, ὅπως τὸν ἀδελφοκτόνο Κάϊν, γιὰ τὴν ἴδια αἰτία. Νὰ μάθουμε, ἀδελφοί, καὶ νὰ διδαχθοῦμε νὰ κάνουμε μεγάλα κατορθώματα. Νὰ μὴν ὑψηλοφρονοῦμε ὅμως γιʼ αὐτά καὶ ἂν γίνουμε καλοί, δίκαιοι καὶ ἐπιεικεῖς καὶ πονόψυχοι καὶ ἐλεήμονες, καὶ ἔτσι νὰ εἶναι, ἐμεῖς νὰ ταπεινωνώμεθα καὶ νὰ μὴν ἔχουμε ὑπεροψία καὶ ἀλαζονεία, μήπως χάσουμε τοὺς κόπους καὶ τοὺς πόνους μας. Διότι λέγει ὁ Κύριος «ὅταν ταῦτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ὅτι ἀχρεῖοι δοῦλοι ἐσμεν, ὅτι ὅ ὠφείλομεν ποιῆσαι, πεποιήκαμεν». Εἶναι ἀναγκαῖο καὶ ἀπαραίτητο χρέος νὰ προσφέρουμε στὸν Θεὸ τῶν ὅλων τὴν δουλικὴ ταπείνωσι, τὴν ὑπομονή, τὴν ὑποταγή, τὴν ὑπακοή, τὴν εὐγνωμοσύνη, τὴν εὐχαριστία, καὶ νὰ μεγαλύνουμε καὶ νὰ προσκυνοῦμε τὸ πανάγιο θέλημά του, καὶ νὰ μὴν αἰσθανώμεθα σὰν δαγκώματα τοὺς ἐλέγχους καὶ τὶς ὕβρεις τῶν ἄλλων, οὔτε νὰ καταβαλλώμεθα στοὺς πειρασμούς, οὔτε νὰ δυσανασχετοῦμε, ὅταν μᾶς κατηγοροῦν, διότι καὶ ἀπὸ αὐτά καρπωνόμεθα πολλὴ ὠφέλεια. Ἂς μάθουμε καὶ ἂς γνωρίσουμε, ἀδελφοί μου, τὴν δύναμι καὶ τὴν ἐνίσχυσι καὶ τὴν βοήθεια τῆς ταπεινώσεως. Ἂς μὰθουμε τὴν καταδίκη καὶ τὴν ζημία καὶ τὴν ἀπώλεια πού προξενεῖ ἡ ὑψηλοφροσύνη: ἡ σκιὰ τοῦ Βεεμώθ, κατὰ τὸν Ἰώβ, στοὺς ὑγρούς τόπους καὶ στὶς καλαμιὲς καὶ ἡ ἐκτροπή ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ φωτὸς τῆς δικαιοσύνης. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι μεγάλο ἀγαθό ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγησις καὶ ἡ συντριβὴ καὶ τὰ δάκρυα καὶ οἱ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδίας μας στεναγμοὶ καὶ ἡ κατάνυξι, γιʼ αὐτό παρακαλῶ νὰ ἐξομολογῆσθε στὸν Θεὸ συνεχῶς καὶ νὰ τοῦ φανερώνετε τὰ ἁμαρτήματά σας. Διότι ἐὰν τοῦ παρουσιάζουμε γυμνὴ τὴν συνείδησί μας καὶ τοῦ δείχνουμε τὰ τραύματα τῶν ψυχῶν μας καὶ δὲν κρίνουμε τοὺς ἄλλους, οὔτε ἀποθηριωνόμεθα μὲ τὶς ὕβρεις τῶν συνανθρώπων μας, οὔτε λυπούμεθα γιὰ τὶς κατηγορίες καὶ τὶς ἀδικίες τους, θὰ μᾶς λυπηθῆ ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καὶ θὰ μᾶς κεράση τὰ φάρμακα τῆς συμπαθείας καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας του· θὰ τὰ βάλη στὰ τραύματά μας καὶ θὰ μᾶς θεραπεύση. Ἂς δείξουμε τὰ ἁμαρτήματά μας στὸν Κύριο πού δὲν ντροπιάζει, ἀλλά θεραπεύει· διότι καὶ ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, ἐκεῖνος τὰ γνωρίζει ὅλα. Ἂς εἰποῦμε λοιπὸν τὰ ἁμαρτήματά μας, ἀδελφοί, καὶ ἂς ἐξομολογοηθοῦμε καθαρὰ στὸν Κύριο, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴν συμπάθειά του. Ἂς ἀφησουμε τὶς ἁμαρτίες μας ἐδῶ γιὰ νὰ πᾶμε ἐκεῖ καθαροὶ καὶ ἕτοιμοι καὶ νὰ εἰσαχθοῦμε ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτὴ στὴν Βασιλεία του τὴν ἀτελεύτητο καὶ αἰωνία καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὶς μελλοντικὲς ἐκεῖνες καὶ ἀγέραστες διαμονὲς καὶ τὴν ἀπέραντη χαρὰ καὶ ἀπόλαυσι… Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης