2 Σεπτεμβρίου , Κυριακή ΙΔ΄ Ματθαίου
Από Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ · 1 Σεπτεμβρίου 2018
Το Ευαγγέλιο της Κυριακής ΙΔ΄ Ματθαίου , κεφάλαιον ΚΒ΄, στίχοι 2 – 14.
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ. καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν. πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων· εἴπατε τοῖς κεκλημένοις· ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καὶ τὰ σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τοὺς γάμους. οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὁ μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δὲ εἰς τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ· οἱ δὲ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν. ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε. τότε λέγει τοῖς δούλοις αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοιμός ἐστιν, οἱ δὲ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι· πορεύεσθε οὖν ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς γάμους. καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε καὶ ἀγαθούς· καὶ ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων. εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου, καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἐφιμώθη. τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.
ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ
Καί είπε ο Κύριος την παραβολή αυτή : «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με ένα βασιλέα, ο οποίος επρόκειτο να κάνει τους γάμους του υιού του.
Και έστειλε τους δούλους του να καλέσουν τους καλεσμένους εις τους γάμους, αλλ’ αυτοί δεν ήθελαν να έλθουν.
Πάλιν έστειλε άλλους δούλους με την εντολή, «Να πείτε εις τους καλεσμένους : ετοίμασα το γεύμα μου΄ οι ταύροι και τα μανάρια έχουν σφαγεί και όλα είναι έτοιμα.
Ελάτε εις τους γάμους». Αυτοί όμως τους αγνόησαν και έφυγαν, ο ένας εις το χωράφι του, άλλος εις το εμπόριον του.
Οι λοιποί, αφού συνέλαβαν τους δούλους του, τους εκακοποίησαν και τους σκότωσαν. Και ο βασιλιάς εκείνος, όταν το άκουσε, οργίσθηκε και έστειλε τον στρατό του και τους εξολόθρευσε τους φονιάδες εκείνους και έκαψε την πόλη τους.
Τότε λέγει εις τους δούλους του, «Ο μεν γάμος είναι έτοιμος, οι καλεσμένοι όμως δεν ήσαν άξιοι.
Πηγαίνετε λοιπόν εις τα σταυροδρόμια και όσους βρείτε, καλέστε τους εις τους γάμους». Και οι δούλοι βγήκαν στους δρόμους, μάζεψαν όλους όσους βρήκαν, κακούς και καλούς, και εγέμισε η αίθουσα του γάμου από φιλοξενούμενους.
Όταν δε μπήκε ο βασιλεύς να δει τους φιλοξενούμενους, είδε εκεί έναν, ο οποίος δεν είχε ένδυμα γάμου, και του λέγει, «Φίλε, πώς μπήκες εδώ χωρίς να έχεις ένδυμα γάμου;», αυτός δε έμεινε βουβός.
Τότε είπε ο βασιλεύς στους υπηρέτες, «Αφού του δέσετε τα πόδια και τα χέρια, σηκώστε τον και ρίξτε τον έξω εις στο σκοτάδι΄ εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών». Διότι πολλοί είναι οι καλεσμένοι, ολίγοι όμως είναι οι εκλεκτοί » .
Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὁ Κύριος μᾶς λέει ὅτι στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν προσκεκλημένοι εἶναι ἅπαντες οἱ ἄνθρωποι. Παρόλα αὐτὰ δὲν ἀνταποκρίνονται ἅπαντες στὴν πρόσκληση. Ἀνταποκρίνονται μόνο ὅσοι ἔχουν ἀρχοντικὴ καρδία˙ τηροῦν δηλαδὴ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγαποῦν τὸν συνάνθρωπό τους. Καὶ αὐτὸ γίνεται μέσα ἀπὸ κόπο καὶ ἀποφασιστικότητα.
Ὁ δρόμος τῆς ζωῆς μας μπορεῖ νὰ εἶναι στενὸς ἢ εὐρύχωρος. Τραχὺς ἢ ἄνετος. Γεμάτος δυσκολίες ἢ γεμάτος ἀπολαύσεις. Ἡ ἐπιλογὴ εἶναι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο δική μας, ἀλλὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι στὴν αἰώνια ζωὴ θὰ καταντήσουμε μόνο μέσα ἀπὸ τὸν στενὸ δρόμο. Καὶ αὐτὸς ὁ στενὸς δρόμος ἀφορᾶ στὴν ἀγάπη ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε τόσο πρὸς τὸν Θεό, ὅσο καὶ μεταξύ μας. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπη ἀφορᾶ στὴν ἀγαθὴ διάθεση τῆς ψυχῆς. Ὅποιος τὴν κατέχει δὲν προτιμᾶ κανένα ἀπὸ τὰ δημιουργήματα περισσότερο ἀπὸ τὸν δημιουργὸ Θεό. Εἶναι δὲ ἀδύνατο νὰ τὴν ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βρίσκεται προσκολλημένος στὰ εὐτελῆ πράγματα. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ λοιπὸν τὸν Θεό, ζεῖ βίο ἀγγελικὸ πάνω στὴ γῆ, τηρῶντας τὶς ἐντολές˙ ἀγαπᾶ τοὺς συνανθρώπους του καὶ ζεῖ συνειδητὰ μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἐξομολογεῖται, ἀγωνίζεται πνευματικά, προσεύχεται.
Τοιουτοτρόπως, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἀντίστοιχη πρὸς τὸν πλησίον. Αὐτὸς μάλιστα ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι ἀγαπᾶ τὸν Θεό, τὴ στιγμὴ ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφό του, κατὰ πῶς μᾶς διδάσκει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, εἶναι ψεύτης. Καὶ εἶναι ψεύτης διότι, ἐνῷ δὲν ἀγαπᾶ τὸν συνάνθρωπό του, τὸν ὁποῖο ἔχει δίπλα του, ἰσχυρίζεται ὅτι ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ ποὺ δὲν βλέπει. Ὁ Θεός, ὅμως, ἀγαπᾶται διὰ μέσου τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν του καὶ βέβαια τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἡ πραγματικὴ καὶ θυσιαστικὴ ὑπὲρ τοῦ ἄλλου, τοῦ φίλου ἢ καὶ τοῦ ἐχθροῦ, καὶ ὄχι ὁ συναισθηματισμὸς ὑπὲρ τῶν οἰκείων καὶ ὑπὲρ ὅσων μᾶς εὐεργετοῦν. Κάθε ἄλλη ἐπιλογὴ ποὺ ἀπορρίπτει τὴν κατὰ Θεὸν ἀγάπη ἀποδεικνύεται λανθασμένη καὶ ἀξιοθρήνητη. Μᾶς λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὅτι ἡ ἀγάπη ποὺ εἶναι ἰδιοτελὴς μοιάζει μὲ τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ, ποὺ συντηρεῖται μὲ τὸ λάδι, ἢ ἀκόμα, μοιάζει μὲ τὸν χείμαρρο, ποὺ τρέχει μόνο ὅταν βρέχει, ἐνῷ ξηραίνεται ὅταν σταματήσει ἡ βροχή. Ὅμως ἡ ἀγάπη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι σὰν τὴν πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει καὶ ποτὲ δὲν σταματάει ἡ ροή της˙ καὶ τοῦτο διότι μόνο ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀγάπης.
Εἶναι μακάριος, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ὄντας ὁ Θεὸς ἀγάπη, ὁ ἄνθρωπος μένει «ἐν τῷ Θεῷ». Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη ὑπερέχει, χάριτι Θεοῦ, ἀπὸ ὅλους. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη δὲν φοβᾶται, διότι, σύμφωνα μὲ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη «ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον». Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη δὲν ἀποστρέφεται ποτὲ κανένα, οὔτε μικρό, οὔτε μεγάλο, οὔτε ἔνδοξο, οὔτε ἄδοξο, οὔτε φτωχό, οὔτε πλούσιο, ἀλλὰ βλέπει εἰς ἅπαντας τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς συμπεριφέρεται τὸ ἴδιο˙ μὲ ταπείνωση καὶ μὲ μακροθυμία. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη δὲν ἀλαζονεύεται ἐναντίον κανενός, δὲν ὑπερηφανεύεται, κανένα δὲν κακολογεῖ, ἐνῷ ὅσους τὸν κακολογοῦν τοὺς συγχωρεῖ καὶ προσεύχεται ὑπὲρ αὐτῶν. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη δὲν σκέφτεται μὲ πανουργία ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη δὲν παροργίζεται, δὲν φουντώνει ἀπὸ ὀργή, δὲν χαίρεται γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ γίνεται, δὲν ψεύδεται, κανέναν δὲν θεωρεῖ ἐχθρό του, παρὰ μόνο τὸν Διάβολο. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη ὅλα τὰ ὑπομένει, εἶναι εὐεργετικὸς καὶ πρᾶος ἔναντι ὅλων.
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη δὲν παραβλέπει τὸν ἀδελφὸ στὴν ἀνάγκη του, δὲν ζηλεύει, δὲν φθονεῖ, δὲν κατατρέχει κανένα, δὲν χαίρεται μὲ τὴν πτώση τῶν ἄλλων, δὲν ἐξευτελίζει αὐτὸν ποὺ ἔπεσε σὲ σφάλμα, ἀλλὰ συμπάσχει μαζί του, τοῦ συμπαραστέκεται καὶ τὸν ἀνακουφίζει. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη ἀγωνίζεται νὰ τηρήσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀποδεικνύει τὸν ἑαυτό του ὡς ἀληθινὸ μαθητὴ τοῦ ἀγαθοῦ Δεσπότη, ὁ ὁποῖος διακήρυξε ὅτι «ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μού ἐστε». Καὶ ὁ γνήσιος μαθητὴς τοῦ Κυρίου εἶναι ὄντως πολίτης τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.