19 Ιανουαρίου μνήμη του Οσίου Μακαρίου του Αιγυπτίου και του Αγίου Μάρκου , αρχιεπισκόπου Εφέσου , του Ευγενικού
Από Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ · 18 Ιανουαρίου 2024
ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ
Ο άγιος Μακάριος ο Μέγας ανήκει στη Dream Team της Ερήμου. Μαζί με κορυφαίους πνευματικούς αγωνιστές & αγίους διδασκάλους της πρώτης & δεύτερης γενιάς αναχωρητών, όπως τους: Μέγα Αντώνιο, Παύλο τον Απλό, Μέγα Ποιμένα, Μέγα Σισώη, Μέγα Αρσένιο κ.ά. Είναι ένας ειρηνικός κατακτητής της Ερήμου, που πολέμησε με την κακία των ανθρώπων, αλλά και με τους δαίμονες.
Κι εμείς ζούμε σε μια έρημο γεμάτη κακία και δαίμονες. Συχνά κι η καρδιά μας είναι μια τέτοια έρημος, με παρόμοια «πανίδα». Αξίζει λοιπόν να γνωρίσουμε αυτούς που δάμασαν τη δική τους έρημο, αλλά και τη γήινη έρημο. Έχουν πολλά να μας πούν! (Δες και το άρθρο Οι άγιοι αναρχικοί)
Με σεβασμό, αναδημοσιεύουμε ένα μικρό αφιέρωμα.
π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ο όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος έζησε τον 4ο αιώνα μ. Χ. Πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην έρημο με εγκράτεια και προσευχή. Τα ασκητικά του παλαίσματα είναι όντως θαυμαστά και η διδασκαλία του είναι καρπός εμπειρίας. Δηλαδή, τα όσα διδάσκει είναι αληθινή θεολογία, είναι ρήματα ζωοποιά και σωτηριώδη, τα οποία εξέρχονται από καρδιά που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτό γλυκαίνουν τον νου και την καρδιά και δημιουργούν έμπνευση και διάθεση για προσευχή.
Όσο επεδίωκε την σιωπή και την ησυχία, τόσο η φήμη τον κατεδίωκε και γι’ αυτό έτρεχαν στην έρημο πάρα πολλοί άνθρωποι για να ακούσουν την σοφή διδασκαλία του και να τραφούν πνευματικά. Αυτός τότε, όταν καταλάβαινε ότι συγκεντρωνόταν έξω από το κελλί του πλήθος ανθρώπων, έφευγε μέσα από υπόγεια σήραγγα, που ένα μέρος της έσκαψε ο ίδιος με τα χέρια του, σε μια σπηλιά, όπου συνέχιζε να προσεύχεται στην αγαπημένη του ησυχία. Αυτό το έκανε από αγάπη για τους ανθρώπους και όχι από περιφρόνηση και αδιαφορία γι’ αυτούς, αφού τους αγαπούσε αληθινά, αλλά αισθανόταν ότι τους ωφελούσε περισσότερο με την προσευχή του παρά με τον λόγο του. Η προσευχή του είχε μεγάλη δύναμη και δι’ αυτής ο Θεός ετέλεσε πολλά θαύματα, αρκετά από τα οποία, όπως θεραπείες ασθενών και δαιμονιζομένων, καθώς και αναστάσεις νεκρών, αναφέρει λεπτομερώς ο ιστορικός Παλλάδιος.
Ένα από τα πολλά θαύματα που τέλεσε ο Θεός εισακούοντας την προσευχή του δούλου του, Μακαρίου, είναι και το εξής: Κάποια μέρα εφόνευσαν κρυφά έναν άνθρωπο και οι στρατιώτες χωρίς να γνωρίζουν τον ένοχον συνέλαβαν κάποιον αθώο. Εκείνος διαμαρτυρόταν και φώναζε ότι είναι αθώος, αλλά οι στρατιώτες δεν επείθοντο και ενώ τον οδηγούσαν στην δικαιοσύνη, μπόρεσε και τους ξέφυγε και κατέφυγε στο κελλί του οσίου Μακαρίου. Οι στρατιώτες μπήκαν στο κελλί, τον συνέλαβαν και τον έδεσαν, ενώ εκείνος φώναζε συνεχώς ότι είναι αθώος. Ο όσιος τον λυπήθηκε και πήγε στον τάφο του φονευθέντος μαζί με όλους εκείνους τους ανθρώπους. Γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά και μετά ρώτησε τον φονευθέντα εάν ο φερόμενος ως δράστης είναι αυτός που τον εφόνευσε. Τότε ακούσθηκε φωνή μέσα από τον τάφο να λέγη ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αθώος και ότι «άλλος με εφόνευσε τίμιε πάτερ». Ο όσιος τον ευχαρίστησε και του είπε να αναπαυθή εν ειρήνη. Τότε οι στρατιώτες ελευθέρωσαν τον αθώο και παρεκάλεσαν τον όσιο να τους υποδείξη τον ένοχο, αφού ερωτήση και πάλι τον φονευθέντα. Ο όσιος Μακάριος τους είπε ότι είναι αρκετό το ότι τους βεβαίωσε πως ο άνθρωπος αυτός δεν πρέπει να τιμωρηθή γιατί είναι αθώος και ότι ο ίδιος δεν είναι κριτής για να τιμωρήση τον ένοχο.
Στα Συναξάρια αναφέρονται κάποια περιστατικά, τα οποία είναι εντυπωσιακά και ταυτόχρονα διδακτικά. Ένα από αυτά είναι και το παρακάτω:
– Κάποτε εκεί που περπατούσε συνάντησε δύο νέους διαφορετικού φύλου να περιπτύσσονται και να ασπάζονται περιπαθώς ο ένας τον άλλον. Ο όσιος αντί να τους κατακρίνη, ελεεινολόγησε τον εαυτό του λέγοντας: «Εσύ άθλιε έχεις τόση αγάπη προς τον Χριστό όσην έχουν αυτά τα παιδιά μεταξύ τους;». Μέ αυτόν τον τρόπο ταπεινώθηκε, αλλά και την κατάκριση απέφυγε.
Ετελειώθη εν ειρήνη σε βαθύ γήρας, ήτοι σε ηλικία 90 ετών.
Ο ιερός υμνογράφος απευθυνόμενος στον όσιο Μακάριο του λέγει, μεταξύ των άλλων, και τα εξής:
«Της μακαριότητος της υπέρ νουν ορεγόμενος, ελογήσω θεσπέσιε· τρυφήν την εγκράτειαν, την πτωχείαν πλούτον, την ακτημοσύνην περιουσίαν ασφαλή και ευδοξίαν την μετριότητα· διό και της εφέσεως της κατά γνώμην επέτυχες, εν σκηναίς αυλιζόμενος των αγίων, Μακάριε» (Στιχηρό Εσπερινού).
Δηλαδή, ο όσιος αγαπούσε περισσότερο από όλα τον Θεό και ορεγόταν[=ποθούσε, λαχταρούσε] όχι τα πρόσκαιρα και φθαρτά, αλλά την μακαριότητα της Βασιλείας Του. Για τον λόγο αυτόν θεωρούσε ως τρυφή [=πολυτέλεια, άνεση] την εγκράτεια, ως αληθινό πλούτο την φτώχεια, ως ασφαλή περιουσία την ακτημοσύνη και ως αληθινή δόξα την ταπείνωση. Γι’ αυτό και επέτυχε να απολαύση αυτά που ποθούσε και για τα οποία αγωνιζόταν και αγάλλεται αιωνίως στα ουράνια σκηνώματα μαζί με όλους τους Αγίους.
Ο βίος και η πολιτεία του οσίου Μακαρίου μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα:
Αληθινός πλούτος είναι αυτός που δεν φθείρεται και που δεν μπορούν οι κλέφτες να τον κλέψουν και να τον αφαιρέσουν από τον κάτοχό του. Και τέτοιος είναι η εκούσια φτώχεια που αποκτάται με την ελεημοσύνη, η οποία είναι στην πραγματικότητα κατάθεση στα «θησαυροφυλάκια» του ουρανού. Ασφαλής περιουσία είναι ο πλούτος της κεκαθαρμένης από τα πάθη καρδιάς, επειδή μέσα σ’ αυτήν είναι θησαυρισμένη η άκτιστη Χάρη του Θεού.
Όποιος κυνηγά τον πρόσκαιρο πλούτο και την εφήμερη δόξα στην πραγματικότητα απεμπολεί την ελευθερία με την οποία τον προίκησε ο Θεός και υποδουλώνεται στους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι, με τον έναν η τον άλλο τρόπο, τον βοήθησαν να τα αποκτήση, επειδή τον έχουν στο χέρι, κατά το κοινώς λεγόμενο, και μπορούν να τον εκβιάζουν όποτε θέλουν. Όποιος υποδουλώνεται ελεύθερα στον Θεό και ζη κάτω από την σκέπη Του, σύμφωνα με το θέλημά Του, αυτός, κατά τον όσιο Μακάριο, δέχεται «την εξ ύψους δύναμιν, την επουράνιον του Πνεύματος αγάπην και αφού λάβει το επουράνιο πυρ της αθανάτου ζωής, λύεται από κάθε κοσμική και ψεύτικη αγάπη και ελευθερώνεται από κάθε δεσμό κακίας» και παραμένει αληθινά ελεύθερος να αγαπά και να πράττη το αγαθό και ευάρεστο στον Θεό.
Αληθινά ελεύθερος δεν είναι εκείνος ο οποίος κάνει ο,τι του υπαγορεύουν τα πάθη, οι κακίες και οι αδυναμίες του, ήτοι το να αμαρτάνη, να μισή, να γκρεμίζη και να καταστρέφη, αλλά εκείνος που μπορεί να αγαπά ανιδιοτελώς και να σέβεται, να προσφέρη και να ευεργετή με κάθε τρόπο τους συνανθρώπους του.
Το όραμα του αγίου Μακάριου για την Κόλαση & ο ξυλοδαρμός του για το νόθο παιδί μιας κοπέλας
Ο άγιος Μακάριος, βαδίζοντας στην έρημο, ξέθαψε κατά λάθος με το ραβδί του ένα κρανίο. Έσκυψε λοιπόν, το έθαψε με σεβασμό και προσευχήθηκε για τον άνθρωπο, στον οποίο ανήκε. Τότε του εμφανίστηκε η ψυχή και τον πληροφόρησε ότι, όταν ζούσε, ήταν λάτρης των δαιμόνων (ιερέας της Ίσιδος) και τώρα βρισκόταν στην κόλαση. «Και πώς είναι εκεί;» ρώτησε ο άγιος. «Τα πάντα βρίσκονται μέσα στη φωτιά» απάντησε η ψυχή. «Κι εμείς είμαστε δεμένοι πλάτη με πλάτη. Όμως, όταν εσύ προσεύχεσαι για μας, βλέπουμε λίγο ο ένας τον άλλο, όση ώρα διαρκεί η προσευχή».
Ξέρουμε από τους αγίους χριστιανούς διδασκάλους ότι η φωτιά, που ανέφερε η ψυχή, είναι το Φως του Θεού, στο οποίο λούζονται τα πάντα στον άλλο κόσμο. Η αίσθηση που βιώνουν από Αυτό το Φως εκείνοι που το βλέπουν μέσα από την παραμόρφωση του εγωισμού είναι αυτό που περιγράφεται ως «πυρ της κολάσεως».
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος ήταν τόσο καλός, ώστε, όταν μια νέα γυναίκα που είχε μείνει έγκυος από κάποιον κρυφό εραστή, τον συκοφάντησε ότι το παιδί ήταν δικό του, εκείνος το δέχτηκε, υπέμεινε κάθε είδους προσβολές από τον πληθυσμό εκείνου του τόπου και άρχισε να δουλεύει διπλάσια, για να συντηρήσει και τη γυναίκα με το παιδί της. Και, όταν αργότερα αποκαλύφθηκε η συκοφαντία, έφυγε κρυφά και δε ζήτησε ποτέ το δίκιο του [από εδώ & εδώ].
Η συνάντηση του αγίου με τους δύο Γυμνούς Ασκητές της«Εσώτερης Ερήμου»
Μακαρίου του Αιγυπτίου του Αλεξανδρέως τα ευρισκόμενα πάντα. Αποφθέγματα, 238-240. Στο Migne, Patrologia Graeca, τ. 34, 237-240:
«Ήλθε ποτέ Μακάριος ο Αιγύπτιος από Σκήτεως εις το όρος της Νιτρίας, εις την προσφοράν του αββά Παμβώ. Και λέγουσιν αυτώ οι γέροντες: Ειπέ ρήμα τοις αδελφοίς, πάτερ. Ο δε είπεν: Εγώ ούπω γέγονα μοναχός, αλλ’ είδον μοναχούς. Καθημένω γαρ μοι ποτέ εν τω κελλίω εις Σκήτιν, ώχλησάν μοι οι λογισμοί λέγοντες: άπελθε εις την έρημον και ίδε τι βλέπεις εκεί. Έμεινα δε πολεμών τω λογισμώ πέντε έτη, λέγων μήπως από δαιμόνων εστίν. Και ως επέμεινεν ο λογισμός, απήλθον εις την έρημον. Και εύρον εκεί λίμνην υδάτων και νήσον εν μέσω αυτής. Και ήλθον τα κτήνη της ερήμου πιείν εξ αυτής. Και είδον εν μέσω αυτών δύο ανθρώπους γυμνούς. Και εδειλίασε το σώμα μου. Ενόμισα γαρ ότι πνεύματα εισίν. Αυτοί δε με ως είδον δειλιώντα, ελάλησαν προς με: Μη φοβού, και ημείς άνθρωποι εσμέν.
»Και είπον αυτοίς: πόθεν εστέ, και πώς ήλθετε εις την έρημον ταύτην; Και είπον: Από κοινοβίου εσμέν. Και γέγονεν ημίν συμφωνία και εξήλθομεν ώδε. Ιδού τεσσαράκοντα έτη, και ο μεν είς Αυγύπτιος, ο δε έτερος Λυβικός υπάρχει. Και επηρώτησάν με και αυτοί λέγοντες: Πώς ο κόσμος; Και ει έρχεται το ύδωρ κατά καιρόν αυτού, και ει έχει ο κόσμος την ευθηνίαν αυτού, και είπον αυτοίς: ναι. Καγώ αυτούς ηρώτησα: πώς δύναμαι γενέσθαι μοναχός; Και λέγουσί μοι: Εάν μη αποτάξηται τις πάσι τοις του κόσμου, ου δύναται γενέσθαι μοναχός. Και είπον αυτοίς: Εγώ ασθενής ειμί και ου δύναμαι ως υμείς. Και είπον μοι και αυτοί: Και εάν ου δύνασαι ως ημείς, κάθου εις το κελλίον σου, και κλαύσον τας αμαρτίας σου. Και ηρώτησα αυτούς: Όταν γίνηται χειμών, ου ριγάτε; Και όταν γίνηται καύμα, ου καίεται τα σώματα υμών; Οι δε είπον: Ο Θεός εποίησεν ημίν την οικονομίαν ταύτην, και ούτε τω χειμώνι ριγώμεν, ούτε τω θέρει το καύμα ημάς αδικεί.
Διά τούτο είπον υμίν ότι ούπω γέγονα μοναχός, αλλ’ είδον μοναχούς. Συγχωρήσατέ μοι, αδελφοί».
Νεοελληνική απόδοση:
Κάποτε ο Μακάριος ο Αιγύπτιος ήρθε από τη Σκήτη στο όρος της Νιτρίας, στον αββά Παμβώ. Και οι γέροντες του λένε: «Πες ένα λόγο στους αδελφούς, πάτερ». Και εκείνος είπε: «Εγώ δεν έχω γίνει ακόμη μοναχός, αλλά είδα μοναχούς. Διότι, κάποτε, ενώ καθόμουν στο κελλί μου, με ενόχλησαν οι λογισμοί λέγοντας: “Πήγαινε στην έρημο, να διαπιστώσεις τι θα δεις εκεί”. Έμεινα αντιστεκόμενος στο λογισμό πέντε χρόνια, διστάζοντας μήπως προέρχεται από δαίμονες. Καθώς όμως επέμεινε ο λογισμός, πήγα στην έρημο. Και εκεί βρήκα μια λίμνη και ένα νησί στη μέση της. Και ήρθαν τα ζώα της ερήμου να πιουν νερό, και είδα ανάμεσά τους δύο ανθρώπους γυμνούς. Και δείλιασε το σώμα μου, γιατί νόμισα ότι είναι πνεύματα. Εκείνοι όμως, όταν με είδαν να δειλιάζω, μου είπαν: “Μη φοβάσαι, κι εμείς άνθρωποι είμαστε”.
»Και τους είπα: “Από πού είστε και πώς ήρθατε σ’ αυτή την έρημο;” Και είπαν: “Είμαστε από ένα κοινόβιο. Και κατόπιν κοινής συμφωνίας ήρθαμε εδώ. [Ζούμε εδώ] σαράντα χρόνια και είμαστε ο ένας Αυγύπτιος και ο άλλος Λίβυος”. Και με ρώτησαν και αυτοί: “Σε τι κατάσταση βρίσκεται ο κόσμος; Βρέχει στην ώρα του και έχει ο κόσμος την αφθονία του;” Και τους είπα: “Nαι”. Κι εγώ τους ρώτησα: “Πώς μπορώ να γίνω μοναχός;” Και μου λένε: “Εάν δεν απαρνηθεί κάποιος όλα τα του κόσμου, δε μπορεί να γίνει μοναχός”. Και τους είπα: “Εγώ είμαι αδύναμος και δε μπορώ σαν εσάς”. Και μου είπαν και αυτοί: “Και εάν δε μπορείς σαν εμάς, να κάθεσαι στο κελλί σου και να θρηνείς τις αμαρτίες σου”. Και τους ρώτησα: “Όταν γίνεται χειμώνας, δεν κρυώνετε; Και όταν γίνεται καύσωνας, δεν καίγονται τα σώματά σας;”. Εκείνοι είπαν: “Ο Θεός μας έκανε αυτή τη χάρη, και ούτε το χειμώνα κρυώνουμε, ούτε το καλοκαίρι μας βασανίζει ο καύσωνας”.
»Γι’ αυτό σας είπα δεν έχω γίνει ακόμη μοναχός, αλλά είδα μοναχούς. Συγχωρέστε με, αδελφοί».
Στο εξαιρετικό blog Orthodox Father δημοσιεύονται:
Αξίζει μια επίσκεψη -ή μια καθημερινή επίσκεψη- σ’ αυτές της οάσεις της σύγχρονης Ερήμου.
Καλή ανάγνωση – ο άγιος να σας ευλογεί.
ΥΓ. Μπορείτε να δείτε στα αγγλικά:
Ο ΑΣΤΗΡ ΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ Ο ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ
Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΕΣ ΤΟΥ
Ο άγιος Μάρκος (κατά κόσμο Εμμανουήλ), εγεννήθη από ευσεβείς γονείς το 1392 εις την βασιλίδα των πόλεων, Κωνσταντινούπολιν. Ο πατέρας του ωνομάζετο Γεώργιος και ήτο αρχιδικαστής, σακελλίων και διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας, η μητέρα του ωνομάζετο Μαρία και ήτο θυγατέρα του ευσεβούς ιατρού Λουκά.
Αμφότεροι οι γονείς προσπάθησαν και επέτυχαν να αναθρέψουν τον μικρό Εμμανουήλ εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Αλλά ο θάνατος του πατρός του άφησε αυτόν και τον μικρότερό του αδελφό Ιωάννη ορφανούς εις νεαρά ηλικία.
Τα πρώτα γράμματα ο άγιός μας τα εδιδάχθη από τον πατέρα του Γεώργιο, ο οποίος είχε μία ονομαστή ιδιωτική σχολή. Μετά τον θάνατον του πατρός του η μητέρα του τον έστειλε να μαθητεύεση εις τους πλέον φημισμένους διδασκάλους της εποχής του, τον Ιωάννη Χορτασμένο (κατόπιν Ιγνάτιο Μητροπολίτη Σηλυμβρίας) και τον μαθηματικόν και φιλόσοφον Γεώργιον Γεμιστόν Πλήθωνα. Μεταξύ των συμμαθητών του ήτο και ο μετ έπειτα άσπονδος εχθρός του Βησσαρίων ο καρδινάλιος.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ
Όταν ο νεαρός Εμμανουήλ τελείωσε τας σπουδάς του, ανέλαβε την διεύθυνση της πατρικής σχολής και εις σύντομο χρονικό διάστημα ανεγνωρίσθει ως ένας από τους πλέον λαμπρούς διδασκάλους της ψυχορραγούσης πόλεως. Μεταξύ των μαθητών του, που διέπρεψαν αργότερον, ήσαν ο Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος,-ο πρώτος μετά την πτώσιν της Πόλεως Πατριάρχης-, ο Θεόδωρος Αγαλλιανός, ο Θεοφάνης Μητροπολίτης Μηδείας και ο αδελφός του Ιωάννης ο Ευγενικός.
Αλλά ο θείος έρως δεν άφησε τον Εμμανουήλ να παρασυρθεί από την γεμάτη υποσχέσεις λαμπρά καριέρα του διδασκάλου, ούτε οι λίαν φιλικές σχέσεις του με τον αυτοκράτορα τον εμπόδισαν να απαρνηθεί τον κόσμο και να καταφύγει εις την νήσον των Πριγκιποννήσων Αντιγόνη, πλησίον του φημισμένου ασκητού Συμεώνος. Εκεί έμεινε αγωνιζόμενος πνευματικώς επί δύο έτη και μετά, κατόπιν των τουρκικών επιδρομών εις τας νήσους, ήλθε με τον γέροντά του εις την περίφημο τότε Μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων, εις την Κωνσταντινούπολιν.
Ο μοναχός Μάρκος συνέχισε και εις την νέαν μετάνοιά του την σκληράν ασκητικήν ζωήν. Εις την μονήν των Μαγγάνων, ο άγιος Μάρκος συνέθεσε σχεδόν τα περισσότερα από τα 100 έργα του που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερον. Ιδιαιτέρως σημαντικά είναι τα έργα που έγραψε εναντίων των λατινοφίλων αντιπάλων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τον οποίον εσέβετο πολύ και τον είχε ως πρότυπο του. Εις την Μονήν αυτήν ο Μάρκος έλαβε και το χρίσμα της ιεροσύνης, κατόπιν πιέσεως, διότι ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο δια τέτοιον υψηλόν λειτούργημα. Σύντομα δε απέκτησε και φήμη καλού πνευματικού, δι,αυτό πολλοί κληρικοί και λαϊκοί έγραφον εις τον άγιον ζητώντες την γνώμη του επί διαφόρων ζητημάτων.
ΕΙΣ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟΝ ΤΗΣ ΦΕΡΡΑΡΑΣ
Το 1436 και ενώ ακόμη ήτο ιερομόναχος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας τον διορίζει ως αντιπρόσωπο του εις την συγκληθείσαν σύνοδον δια ένωσιν των εκκλησιών. Το ίδιον έτος ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης ο Παλαιολόγος τον αναγκάζει να δεχθεί τον Μητροπολιτικόν θρόνον της Εφέσου που είχε χηρεύσει εκείνον τον καιρόν.
Ο αυτοκράτωρ δείχνει την μεγάλη εκτίμηση που έτρεφε εις τον άγιον Μάρκον διορίζοντάς τον γενικόν έξαρχον της συνόδου. Ούτως ο άγιος ηναγκάσθη να ακολουθήσει τον Πατριάρχη και την λοιπήν αντιπροσωπία εις την Ιταλία.
Ο άγιος Μάρκος πήγε στην σύνοδον με τας καλυτέρας προθέσεις και έδειξε την διαλλακτικότητά του με τον λόγο που συνέθεσε δια τον πάπαν, προτού ακόμη αρχίσουν αι εργασίαι της συνόδου εις την Φερράραν. Μερικοί μάλιστα Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι παρεξήγησαν τον Μάρκον δια την διαλλακτικότητα του ύφους του εις τον διάλογο με τον καρδινάλιο Κεσσαρίνι, και απήτησαν όπως εις το εξής ομιλεί ο Βησσαρίων, Μητροπολίτης Νικαίας.
Το πρώτο θέμα των συζητήσεων ήτο το καθαρτήριο πυρ. Του Βησσαρίωνος αδυνατούντος – λόγω ανεπαρκούς θεολογικής καταρτίσεως – να ομιλήσει, ομίλησε δια τους Ορθοδόξους ο άγιος Μάρκος, εκφωνήσας επί του θέματος τέσσαρες αντιρρητικούς λόγους.
Αι κρυστάλλιναι ορθόδοξοι απόψεις, ως επαρουσιάσθησαν από τον άγιο μας, ενθουσίασαν τον αυτοκράτορα, ο οποίος προσέβλεπε εις τον Μάρκον ως τον μόνον Ορθόδοξο θεολόγο που ηδύνατο να απαντά ευχερώς εις τους λόγους των παπικών. Αλλά ο περί τα θεία άσχετος βυζαντινός αυτοκράτωρ ήλπιζε ότι αι ορθόδοξοι απόψεις θα επεκράτουν, μη γνωρίζων ότι οι παπικοί θα επέμεναν αμετακίνητοι εις τας πλάνας των. Δι΄αύτόν τον λόγο, όταν είδε ότι η παράλογος επιμονή των λατίνων θα ναυαγούσε τον πολιτικό του σκοπό – ήτοι την ένωση των δύο εκκλησιών και την εξ αυτής αναμενόμενη παπική βοήθεια δι αντιμετώπισιν των Τούρκων – άρχισε να πιέζει τους Ορθοδόξους να ακολουθήσουν μία ηπιότερη η καλύτερα ενδοτική γραμμή.
Η ΨΕΥΔΟΕΝΩΣΙΣ
Οι λατίνοι άρχισαν να εφαρμόζουν την γνωστή τακτική των ψιθύρων, ψευδών και εκβιασμών, και ούτω κατ εκείνη την εποχή διένειμαν εις την Φερράραν εκατοντάδας φυλλαδίων, τα οποία περιείχαν 54 αιρετικές δοξασίας των Ορθοδόξων!!! Βλέποντας την κατάσταση να χειροτερεύει εις βάρος των Ορθοδόξων, δύο εκ των εγκρίτων μελών της Βυζαντινής αντιπροσωπείας, ο Μητροπολίτης Ηρακλείας Αντώνιος, πρώτος τη τάξει Μητροπολίτης του Οικουμενικού θρόνου και ο αδελφός του Μάρκου Ιωάννης, προσπάθησαν να αποδράσουν από την Φερράραν, αλλά ημποδίσθησαν από τον αυτοκράτορα. Και επειδή ο Ιωάννης συνοδευόταν μέχρι τον λιμένα από τον αδελφό του, ο αυτοκράτωρ και ο Πατριάρχης φοβούμενοι τυχόν άλλας απόπειρας αποδράσεως – εν συνεννοήσει μετά των παπικών – μετακίνησαν τις εργασίες της συνόδου από την Φερράραν, που ήτο πλησίον της θαλάσσης, εις την Φλωρεντία.
Όταν δε επανήρχισαν αι εργασίαι της συνόδου ο Εφέσου ήτο ο κύριος ομιλητής των Ορθοδόξων. Αι σαφείς όμως απαντήσεις του και αι ανατροπαί των λατινικών κακοδοξιών προκάλεσαν το μένος των λατινοφρόνων Ορθοδόξων, οι οποίοι με την σιωπηρά συγκατάθεση και ανοχή του αυτοκράτορος προσπάθησαν να διαβάλουν τον άγιο Μάρκο, κυκλοφορούντες μάλιστα και την είδηση ότι ο Εφέσου είχε τρελαθεί. Εις μίαν δε συνεδρίαση της Ορθοδόξου αντιπροσωπείας, όταν ο Μητροπολίτης Εφέσου απεκάλεσε τους παπικούς «αιρετικούς» οι Μητροπολίτες Λακεδαίμονος και Μυτιλήνης ύβρισαν τον άγιο και προσπάθησαν να τον κτυπήσουν.
Ο ΕΦΕΣΟΥ ΜΑΡΚΟΣ ΔΕΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ
Διαπιστώνων ο άγιος ότι όλες οι προσπάθειές του να πείσει τους Ορθόδοξους να μην προχωρήσουν εις την ένωση – γενόμενοι θύματα των παπικών – ήσαν μάταιοι, απεσύρθη από του να συμμετέχει ενεργώς εις τας εργασίας της συνόδου.
Τελικώς την 5 Ιουλίου 1439 υπεγράφη η ένωση και ως αναφέρει ο Συρόπουλος οι περισσότεροι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι υπέγραψαν χωρίς την θέληση των και φοβούμενοι τον αυτοκράτορα. Όταν δε ο πάπας ηρώτησεν εάν υπέγραψε ο Μάρκος και έλαβε απάντηση αρνητική είπε προφορικώς «λοιπόν, εποιήσαμεν ουδέν».Ο υπερόπτης και δεσποτικός πάπας ζήτησε ανερυθριάστως από τον άβουλο βυζαντινό αυτοκράτορα, όπως στείλει τον Μάρκον εις αυτόν δια να τον δικάσει ενώπιον συνοδικού δικαστηρίου, αλλ’ ευτυχώς ο αυτοκράτωρ ηρνήθη.
Αργότερα όμως παρεκάλεσε τον Μάρκον, αφού είχε πάρει προφορικές διαβεβαιώσεις δια την ασφάλειάν του από τον πάπα, να εμφανισθεί ενώπιον του ποντίφικα και να εξηγήσει την στάση του. Ο Μάρκος υπακούοντας εις το αυτοκρατορικό πρόσταγμα επήγε εις τον πάπαν. Μάταια όμως προσπάθησε ο αρχιαιρεσιάρχης της δύσεως να τον πείσει να δεχθεί την εκτρωματική ένωση. Όταν δε είδε ότι ο Μάρκος έμεινε αμετακίνητος εις τας απόψεις του, κατέφυγε εις εκβιασμούς και απείλησε ότι θα καταδίκαζε τον άγιό μας ως αιρετικό. Αλλ΄ ο άγιος Μάρκος μη πτοηθείς απήντησε μετά παρρησίας λέγων. «Αι σύνοδοι κατεδίκαζον τους μη πειθωμένους τη Εκκλησία, αλλ’ εις δόξαν τινά εναντίον αυτής ενισταμένους και ταύτη κηρύττοντας και υπέρ αυτής αγωνιζόμενους, διό και αιρετικούς εκάλουν αυτούς…Εγώ δε ου κηρύττω ιδίαν μου δόξαν ουδέ τι εκαινοτόμησα, ουδέ υπέρ αλλοτρίου τινός δόγματος και νόμου ενίσταμαι, αλλ’ εις την ακραιφνή δόξαν, τηρώ εμαυτόν».
Ο ΛΑΟΣ ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟΝ
Μετά την προδοτική ένωση της Φερράρας – Φλωρεντίας οι Βυζαντινοί εγκατέλειψαν την Ιταλίαν δια την επιστροφήν των εις την πολιορκουμένην Πόλιν. Ο αυτοκράτωρ παρέλαβε τον άγιον Μάρκον εις το αυτοκρατορικόν πλοίον. Ύστερα από ταξίδι τριών και ήμισυ μηνών έφθασαν τελικώς εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκεί οι κάτοικοι εδέχθησαν με αισθήματα εχθρικά και απεδοκίμασαν τους υπογράψαντας την ένωση, αλλ’ επεδοκίμασαν και ετίμησαν τον άγιόν μας και ως αναφέρει ο υβριστής του γραικολατίνος επίσκοπος Μεθώνης Ιωσήφ «ο Εφέσου είδε το πλήθος δοξάζων αυτόν ως μη υπογράψαντα και προσεκύνουν αυτώ οι όχλοι παθάπερ Μωϋσεί και Ααρών και ευφήμουν αυτόν και άγιον απεκάλουν»( PG 159, 992).
Ο απλός λαός του Θεού προσέβλεπε εις τον άγιον Μάρκον ως τον μόνον ιεράρχη που είχε το θάρρος και την ικανότητα να υπερασπίσει την Ορθόδοξον πίστη του. Εγνώριζεν ήδη ότι αρκετοί που υπέγραψαν την ένωση είχαν δωροδοκηθεί από τον πάπα, ενώ τα χέρια του Μάρκου ήταν καθαρά. Όταν ο αυτοκράτωρ απεφάσισε να πληρώσει τον πατριαρχικό θρόνο, έστειλε αντιπροσώπους του εις τον άγιον Μάρκον παρακαλών αυτόν να δεχθεί το υψηλόν αξίωμα του Πατριάρχου, αλλ’ ο άγιός μας ηρνήθη.
Η ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΗΜΝΟΝ
Την 4ην Μαΐου 1440 ο άγιος Μάρκος ηναγκάσθη να δραπετεύσει από την Βασιλεύουσαν, διότι εκινδύνευε η ζωή του, και να πάει εις την μητροπολιτική του περιφέρεια, την Έφεσον που ήτο κάτω από τους Τούρκους. Εκεί αφού εποίμανεν έπ’ ολίγον το λογικόν του ποίμνιον ηναγκάσθη πάλιν, τώρα υπό των Τούρκων και των ενωτικών, να εγκαταλείψει την Έφεσον και εμπήκεν εις πλοίον που επήγαινεν εις το Άγιον Όρος, όπου απεφάσισε να διέλθει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Όταν όμως το πλοίον έκαμε σταθμό εις την Λήμνο ο άγιος ανεγνωρίσθει και αμέσως συνελήφθη, κατόπιν αυτοκρατορικής εντολής και εφυλακίσθη εκεί επί διετία. Κατά την διάρκεια της φυλακίσεώς του υπέφερε πολύ, αλλά ως έγραψε εις τον ιερομόναχο Θεοφάνη τον εν Ευβοία «ο λόγος του Θεού και η της αληθείας δύναμης ου δέδεται, τρέχει δε μάλλον και ευοδούται, και οι πλείονες των αδελφών τη εμή εξορία θαρρούντες βάλλουσι τοις ελέγχοις τους αλιτηρίους και παραβάτας της ορθής πίστεως…».
Από την Λήμνο ο άγιος εξαπέλυσε την περίφημο εγκύκλιο επιστολή του προς τους απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Με αυτήν ελέγχει αυστηρώς τους Ορθοδόξους εκείνους που απεδέχθησαν την ένωσιν και με αδιάσειστα στοιχεία αποδεικνύει ότι οι λατίνοι είναι καινοτόμοι και δι’ αυτό λέγει : «ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν, και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν». Καλεί δε ο άγιος τους πιστούς να αποφεύγουν τους ενωτικούς, διότι αυτοί είναι «ψευδαπόστολοι και εργάται δόλιοι».
ΣΥΝΕΧΙΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΝΗ ΜΑΓΓΑΝΩΝ
Μετά την αποφυλάκισίν του άγιος Μάρκος πιεζόμενος υπό της ασθενείας του δεν ηδυνήθη να αποσυρθεί εις το Άγιον Όρος, αλλ’ επέστρεψεν εις την εν Κωνσταντινουπόλει μονήν του, όπου εγένετο δεκτός μετά τιμών ως άγιος και ομολογητής υπό του πιστού λαού. Από το μοναστήριον του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων ο νέος ομολογητής διηύθυνε τον αγώνα κατά των ενωτικών, γράφων επιστολάς εις μοναχούς και κληρικούς ενθαρρύνων αυτούς να κρατούν την ορθή πίστη και να μη συνεργάζονται μετά των ενωτικών.
Οι διωγμοί, αι εξουδενώσεις και αι πιέσεις επεδείνωσαν την κατάσταση της υγείας του οσίου πατρός, και ούτω την 23ην Ιουνίου τω 1444, αφού είχε καλέσει πλησίον του τα πνευματικά του τέκνα και ανέθεσε εις τον Γεώργιον Σχολάριον την αρχηγίαν του ανθενωτικού αγώνος, απεδήμησεν εις Κύριον. Ήτο δε τότε 52 ετών.
ΤΙΜΑΙ ΑΓΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ
Ο πιστός λαός του Κυρίου απορφανισθείς, εθρήνησε πολύ δια την απώλειαν του πνευματικού του πατέρα. Ο δε Γεώργιος Σχολάριος, εξεφώνησεν επικήδειον λόγον εις τον οποίον ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο όσιος «εν ιερεύσει διέπρεψεν, εν αρχιερεύσιν διέλαμψεν, ήθλησεν υπέρ της Εκκλησίας πάνυ καλώς αδάμαντος στερεώτερος ώφθη προς την μετάθεσιν…νυν γυμνή τη ψυχή της μακαριότητος εμφορείται ήν επέγνω καλώς και λαβείν εντεύθεν εσπούδασε την εν Χριστώ κεκρυμμένην ζήσας ζωήν και σύνεστι τοις ιεροίς διδασκάλοις της πίστεως, πάντων είνεκα δίκαιος ών εκείνοις συντάττεσθαι». Πνευματικός καρπός του αγίου είναι οι δύο άγιοι μαθηταί του Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος και Διονύσιος.
Αμέσως μετά την οσίαν κοίμησίν του ο Μάρκος ετιμήθη ως άγιος και ομολογητής.
Αυτό μαρτυρεί με πόνο και ο σύγχρονος και άσπονδος εχθρός του Ιωσήφ, ουνίτης επίσκοπος Μεθώνης, λέγων, «ώσπερ πολλούς μεν και άλλους, και τον καλούμενον Παλαμάν, και τον Εφέσου Μάρκον, ανθρώπους ούτ’ άλλως φρενήρεις, αλλά και δοξοσοφίας εμπεπλησμένους, μηδεμίαν αρετήν ή αγιωσύνην εν εαυτοίς έχοντας, μόνον δια το λέγειν και συγγράφειν κατά Λατίνων, δοξάζετε και υμνείτε, και εικόνας εγκοσμείτε αυτοίς και πανηγυρίζοντες, στέργετε αυτούς ως αγίους και προσκυνείτε» ( PG 159, 1357)
Την πρώτη ακολουθία προς τιμήν του αγίου συνέθεσε ο αδελφός αυτού Ιωάννης ο φιλόσοφος. Κατ’ αρχάς η μνήμη του εορτάζετο την 23ην Ιουνίου, αλλά βραδύτερον ωρίσθη η 19η Ιανουαρίου – ημέρα προφανώς της ανακομιδής του λειψάνου του αγίου και ταφής αυτού εις την μονήν του Λαζάρου εις τον Γαλατά. Οι αγώνες του Μάρκου όσον και του μαθητού αυτού Γενναδίου ανεγνωρίσθησαν και εδικαιώθησαν από την μεγάλη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως που τελείωσε το 1484 και κατέγραψε τα ονόματα αυτώ, ως πατέρων αγίων, εις το Συνοδικό της Ορθοδοξίας.