18 Aυγούστου , Κυριακή Θ΄ Ματθαίου , ο Ιησούς περιπατών επί της θαλάσσης
Κυριακή Θ΄ Ματθαίου , ο Ιησούς περιπατών επί της θαλάσσης
Από το forum xristianos.gr.
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακής Θ´ Ματθαίου (Ματθ. ιδ´ 22-34)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ᾿Οψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. Τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. Τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. Εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε.
Αποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα.῾Ο δὲ εἶπεν, ᾿Ελθέ. Καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. Εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ᾿Ολιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Αληθῶς Θεοῦ Υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
Νεοελληνική Απόδοση
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὁ ᾿Ιησοῦς ὑποχρέωσε τοὺς μαθητές του νὰ μποῦν στὸ καΐκι καὶ νὰ πᾶνε νὰ τὸν περιμένουν στὴν ἀπέναντι ὄχθη, ὡσότου αὐτὸς διαλύσει τὰ πλήθη. Αφοῦ τοὺς διέλυσε, ἀνέβηκε μόνος του στὸ βουνὸ νὰ προσευχηθεῖ. ῞Οταν βράδιασε ἦταν μόνος του ἐκεῖ. Στὸ μεταξὺ τὸ καΐκι βρισκόταν κιόλας στὴ μέση τῆς λίμνης καὶ τὸ παίδευαν τὰ κύματα, γιατὶ ἦταν ἀντίθετος ὁ ἄνεμος. Κατὰ τὰ ξημερώματα, ἦρθε ὁ ᾿Ιησοῦς κοντά τους περπατώντας πάνω στὴ λίμνη. Οἱ μαθητές, ὅταν τὸν εἶδαν νὰ περπατάει πάνω στὴ λίμνη, τρόμαξαν· ἔλεγαν πὼς εἶναι φάντασμα κι ἔβαλαν τὶς φωνὲς ἀπὸ τὸν φόβο τους. Αμέσως ὅμως ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μίλησε καὶ τοὺς εἶπε· Θάρρος! ᾿Εγὼ εἶμαι· μὴ φοβάστε. ῾Ο Πέτρος τοῦ ἀποκρίθηκε· Κύριε, ἂν εἶσαι ἐσύ, δῶσε μου ἐντολὴ νὰ ἔρθω κοντά σου περπατώντας στὰ νερά. Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε· ῎Ελα. Κατέβηκε τότε ἀπὸ τὸ πλοῖο ὁ Πέτρος κι ἄρχισε νὰ περπατάει πάνω στὰ νερὰ γιὰ νὰ πάει στὸν ᾿Ιησοῦ. Βλέποντας ὅμως τὸν ἰσχυρὸ ἄνεμο φοβήθηκε, κι ἄρχισε νὰ καταποντίζεται· ἔβαλε τότε τὶς φωνές· Κύριε, σῶσε με! ᾿Αμέσως ὁ ᾿Ιησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι, τὸν ἔπιασε καὶ τοῦ λέει· ᾿Ολιγόπιστε, γιατί σὲ κυρίεψε ἡ ἀμφιβολία; Καὶ μόλις ἀνέβηκαν στὸ καΐκι κόπασε ὁ ἄνεμος. Τότε ὅσοι ἦταν στὸ καΐκι ἦρθαν καὶ τὸν προσκύνησαν λέγοντας· Αληθινά, εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ! ᾿Αφοῦ διασχίσανε τὴ λίμνη, ἦρθαν στὴν περιοχὴ τῆς Γεννησαρέτ.
Περπατώντας πάνω στα κύματα
1. Μέσα στὴν ἡσυχία τῆς νύχτας
Μετὰ τὸ ἐντυπωσιακὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων ὁ Κύριος Ἰησοῦς, προκειμένου νὰ ἀποτρέψει τὶς ἐνθουσιώδεις ἐκδηλώσεις τοῦ πλήθους, ἀνάγκασε τοὺς μαθητές Του νὰ ἀνεβοῦν σὲ πλοῖο καὶ νὰ περάσουν στὴν ἀπέναντι πλευρὰ τῆς λίμνης, κι Ἐκεῖνος, ἀφοῦ διέλυσε τὰ πλήθη, ἀνέβηκε στὸ βουνὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος του. Εἶχε ἤδη βραδιάσει. «Ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ», μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος.
Εἶναι ἀξιοσημείωτες οἱ συνθῆκες ποὺ ἐπιλέγει ὁ Κύριος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ: τὸ βουνό, τὴ νύχτα, τὴν ἀπομόνωση. Τὸ βουνό, διότι βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τοὺς θορύβους καὶ τοὺς περισπασμοὺς τῶν πόλεων. Τὴ νύχτα, ἡ ὁποία συνοδεύεται ἀπὸ γαλήνη καὶ ἡσυχία. Καὶ τὴ μόνωση, ποὺ ἐξασφαλίζει τὸ ἀπερίσπαστο ἀπὸ συνομιλίες καὶ ἄλλες ἀπασχολήσεις.
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ κι ἐμεῖς νὰ φροντίζουμε, ὅσο εἶναι δυνατόν, νὰ ἐξασφαλίζουμε κατάλληλες συνθῆκες γιὰ τὴν ἱερὴ ὥρα τῆς προσευχῆς. Νὰ ἀφήνουμε τὸ τηλέφωνο καὶ τὶς συζητήσεις, νὰ κλείνουμε τὴν τηλεόραση καὶ τὸν ὑπολογιστὴ καὶ νὰ ἀποσυρόμαστε σὲ ἰδιαίτερο τόπο γιὰ νὰ ἀφοσιωνόμαστε στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν Θεό. Ἡ σιωπὴ τῆς νύχτας μᾶς βοηθεῖ νὰ ἠρεμήσουμε, νὰ δοῦμε καλύτερα τὸν ἑαυτό μας, νὰ μελετήσουμε, νὰ προσευχηθοῦμε θερμὰ καὶ μὲ κατάνυξη. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει ὅτι, ὅπως τὰ φυτὰ ἀναπνέουν τὴ νύχτα, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τὴ νύχτα κυρίως δέχεται τὴ δροσιὰ τοῦ Οὐρανοῦ (P.G. 60, 202-204). Εὐτυχισμένος ὅποιος ἔχει γευθεῖ αὐτὴ τὴ γλυκύτητα τῆς νυκτερινῆς θείας ἀναβάσεως…!
2. Υπομονὴ στὶς δυσκολίες
Ἐνῶ ὁ Κύριος προσευχόταν στὸ ὄρος, οἱ μαθητές Του περνοῦσαν δραματικὲς ὧρες μέσα στὸ πλοιάριο. Τὰ πελώρια κύματα, ὁ σφοδρὸς ἀντίθετος ἄνεμος καὶ τὸ πυκνὸ σκοτάδι προκαλοῦσαν τρόμο καὶ πανικὸ ἀκόμα καὶ στοὺς ἔμπειρους θαλασσοδαρμένους ψαράδες τῆς Γαλιλαίας.
Καὶ τὸ χειρότερο;… Δὲν εἶχαν μαζί τους τὸν Κύριο γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει. Ἡ ὥρα περνοῦσε. Ἦταν τὸ τελευταῖο τρίωρο τῆς νύχτας, «τετάρτῃ φυλακῇ τῆς νυκτός» (περίπου 3-6 π.μ.). Κι ὁ Ἰησοῦς ἦλθε πρὸς αὐτοὺς περπατώντας πάνω στὰ νερά. Τρόμαξαν οἱ μαθητές, διότι νόμισαν ὅτι ἔβλεπαν φάντασμα. Ἐκεῖνος ὅμως τοὺς καθησύχασε: «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε».
Μαρτυρικὴ ἡ νύχτα ποὺ πέρασαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ! Γιατί ὅμως τοὺς ἄφησε νὰ παλεύουν μόνοι τους τόσες ὧρες;… Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει ὁ ἄριστος ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἐπὶ μείζονα ἄγων αὐτοὺς ὑπομονήν… ὅλην τὴν νύκτα ἀφίη σιν αὐτοὺς κλυδωνίζεσθαι, διεγείρων αὐτῶν πεπωρωμένην τὴν καρδίαν». Γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ ἀποκτήσουν μεγαλύτερη ὑπομονὴ στὶς θλίψεις. Γιὰ νὰ ξυπνήσει τὴν καρδιά τους, ποὺ δὲν καταλάβαινε ἀκόμη ποιὸς ἦταν ὁ Κύριος.
Κι ἐμεῖς ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε ὅταν αἰσθανόμαστε μόνοι καὶ ἀβοήθητοι στὶς δοκιμασίες ποὺ ἀντιμετωπίζουμε. Ἐπιτρέπει κάποτε ὁ Κύριος νὰ παρατείνεται ἡ δοκιμασία μας, προκειμένου νὰ στερεωθεῖ ἡ πίστη μας καὶ νὰ γίνουμε περισσότερο ὑπομονετικοὶ καὶ γενναῖοι.
3. Γιὰ νὰ μὴ χάνουμε τὴν πίστη μας
Πάντα ὁρμητικὸς ὁ Πέτρος, ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τοῦ δώσει τὴ δύναμη νὰ περπατήσει πάνω στὰ κύματα καὶ νὰ βρεθεῖ κοντά Του. Καὶ πράγματι μὲ τὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ βάδιζε πάνω στὰ μανιασμένα κύματα, λὲς καὶ περπατοῦσε πάνω στὴν ξηρά. Κάποια στιγμὴ ὅμως ἔνιωσε δυνατὸ τὸν ἄνεμο νὰ τὸν κτυπάει καὶ τότε λύγισε. Φοβήθηκε καὶ ἄρχισε νὰ βυθίζεται. Τὸν πλησίασε ὅμως ἀμέσως ὁ Κύριος καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι Του, τὸν ἔπιασε καὶ τοῦ εἶπε: «Ὀλι γόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;».
Πέτρε, γιατί δείλιασες;… Πρὶν ἀπὸ λίγο εἶδες ἕνα θαῦμα μὲ τὰ μάτια σου. Μὲ εἶδες νὰ περπατάω πάνω στὰ κύματα. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἔζησες κι ἐσὺ προσωπικὰ τὸ ἴδιο θαῦμα. Βάδισες πάνω στὴ θάλασσα! Γιατί λοιπὸν φοβήθηκες τὸν ἄνεμο; Μήπως εἶναι πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τὴ θεϊκή μου δύναμη;
Δὲν μᾶς ξαφνιάζει τὸ πάθημα τοῦ Πέτρου, διότι κι ἐμεῖς κάποτε ἐκδηλώνουμε παρόμοια ὀλιγοπιστία. Ἐνῶ ἔχουμε δεῖ πολλὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, μὲ τὴν πρώτη δυσκολία ποὺ ἀντιμετωπίζουμε, εὔκολα τὰ ξεχνᾶμε καὶ λυγίζουμε.
Κι εἶναι σὰν νὰ ἀκοῦμε κι ἐμεῖς τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀπευθύνεται στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς: «Εἰς τί ἐδίστα σας;»… Γιατί χάνεις τὸ θάρρος σου; Ὅπως καὶ στὸ παρελθὸν σὲ βοήθησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ξεπεράσεις πολλὲς δυσκολίες καὶ σὲ γλύτωσε ἀπὸ πολλοὺς καὶ ποικίλους κινδύνους, νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι καὶ τώρα ὁ Παντοδύναμος δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψει. Θὰ εἶναι πάντοτε δίπλα σου, ἕτοιμος νὰ ἁπλώσει τὸ χέρι Του γιὰ νὰ σὲ σώσει!