17 Ιουλίου , Κυριακή των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου εν Χαλκηδόνι και μνήμη της Αγίας ενδόξου μεγαλομάρτυρος Μαρίνης
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής Γ΄ Ματθαίου (Ματθ. ε´ 14-19) Των Αγίων Πατέρων της εν Χαλκηδόνι Δ΄ Οικ. Συνόδου
(Ματθ. ε´ 14-19)
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· ῾Υμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη· οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι. ᾿Αμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται. ῝Ος ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.
Απόδοση στη νεοελληνική
Εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του· ᾿Εσεῖς εἶστε τὸ φῶς γιὰ τὸν κόσμο· μιὰ πόλη χτισμένη ψηλὰ στὸ βουνό, δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ. Οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἀνάψουν τὸ λυχνάρι, δὲν τὸ βάζουν κάτω ἀπὸ τὸ δοχεῖο μὲ τὸ ὁποῖο μετροῦν τὸ σιτάρι, ἀλλὰ τὸ τοποθετοῦν στὸν λυχνοστάτη, γιὰ νὰ φωτίζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ. ῎Ετσι νὰ λάμψει καὶ τὸ δικό σας φῶς μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξολογήσουν τὸν οὐράνιο Πατέρα σας. Μὴ νομίσετε πὼς ἦρθα γιὰ νὰ καταργήσω τὸν νόμο ἢ τοὺς προφῆτες. Δὲν ἦρθα γιὰ νὰ τὰ καταργήσω, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ πραγματοποιήσω. Σᾶς βεβαιώνω πὼς ὅσο ὑπάρχει ὁ κόσμος, ἕως τὴ συντέλειά του, δὲν θὰ πάψει νὰ ἰσχύει οὔτε ἕνα γιῶτα ἢ μία ὀξεία ἀπὸ τὸν νόμο. ῞Οποιος, λοιπόν, καταργήσει ἀκόμα καὶ μία ἀπὸ τὶς πιὸ μικρὲς ἐντολὲς αὐτοῦ τοῦ νόμου καὶ διδάξει ἔτσι τοὺς ἄλλους, θὰ θεωρηθεῖ ἐλάχιστος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὅποιος τὶς τηρήσει ὅλες καὶ διδάξει ἔτσι καὶ τοὺς ἄλλους, αὐτὸς θὰ θεωρηθεῖ μεγάλος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
πηγή : http://agiosharalabos.blogspot.gr
Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου
Γράφει ο Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος,
Ιεροκήρυξ της Ι. Μητροπόλεως Ιωαννίνων
Αρκετές φορές ακούγεται από ορισμένους η φράση (ίσως για να δικαιολογήσουν τη δική τους άστατη ζωή), ότι καλά και άριστα τα λέει το Ευαγγέλιο, αλλά δεν εφαρμόζονται τα προστάγματά του…
Η Κυριακή όμως αυτή που ορίστηκε ως «Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Δ ΄ Οικουμ. Συνόδου, μας δηλώνει ξεκάθαρα ότι όχι απλώς το Ιερό Ευαγγέλιο είναι εφαρμόσιμο, αλλά πλείστοι όσοι, αγωνίστηκαν, βίωσαν τα μηνύματά του και η αγάπη τους προς τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τους ανέβασε στα καταπληκτικά ύψη της Πατρότητας. Πρόκειται για τους Αγίους αυτούς οι οποίοι αγωνίστηκαν σε δύσκολες εποχές να προσφέρουν ανόθευτο τον αυθεντικό αποκαλυπτικό λόγο στην κοινωνία της στρατευομένης μας Εκκλησίας.
Το να τολμά κάποιος να κάνει λόγο για της μεγάλες αυτές μορφές της Εκκλησίας, που ως «αστέρες πολύφωτοι» φωτίζουν τα σκότη της άγνοιας και της αμαρτίας, είναι σα να θέλει να αποδείξει πως το φως είναι αυτό που καταυγάζει και χαροποιεί τους υγιείς οφθαλμούς των ανθρώπων…
Και πράγματι. Ο λόγος του Κυρίου, στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής «υμείς εστέ το φως του κόσμου», ισχύει περισσότερο απ’ όλους στους Πατέρες μας. Με τους αγώνες και τα ασκητικά τους παλαίσματα, με την παρρησία και τη γνήσια ομολογία τους, έγιναν το «φως του κόσμου».
Κατέστησαν τους εαυτούς τους ως πολιτεία που βρίσκεται επάνω σε όρος, και έτσι, όλοι, θέλοντας και μη την ατενίζουν. Και ακριβώς επειδή κατόρθωσαν τον άριστο συνδυασμό θεωρίας και πράξεως, γι’ αυτό και οι άνθρωποι, βλέποντας τα καλά τους έργα, δοξάζουν τον «Πατέρα τον εν τοις ουρανοίς».
Ακόμα οι μεγάλες αυτές μορφές, μας έκαναν σαφές με τον τρόπο ζωής τους, το απόλυτο του θείου λόγου. Ότι δηλ. έχει τόσο κύρος και δύναμη το Ευαγγελικό κήρυγμα ώστε «…έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένειται» (Ματθ. Ε ΄ 18) δηλ. Έως ότου παρέλθη ο ουρανός και η γη, ένα γιώτα ή μία γραμμή δεν θα ακυρωθεί από το νόμο, αλλά όλα θα γίνουν.
Πόση αλήθεια η διαφορά των Οικουμενικών Πατέρων από εμάς σήμερα που φθάσαμε στο κατάντημα να διακρίνουμε τις εντολές, σε εφαρμόσιμες και μη!…
Πόσο τραγική, όντως, η κατάσταση των σημερινών «χριστιανών» που με τη δική τους θεωρία και πράξη, βγάζουν «ψεύτικο» τον Ευαγγελικό λόγο, αφού αναίσχυντα ισχυρίζονται ότι η σημερινή εποχή δεν επιτρέπει τα «άκρα της Εκκλησίας». Και λέγοντας αυτά εννοούν τα «πάθη της ατιμίας» και άλλες καταστάσεις οι οποίες είναι «αισχρόν εστί και λέγειν»…
«Τα πάγχρυσα στόματα του λόγου», συγκλονίζονταν ακόμα και μπροστά σε έναν άστοχο λόγο ή άτοπο λογισμό που ενδεχομένως λόγω απροσεξίας να τους ξέφευγε. Γνώριζαν πολύ καλά ότι δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος, από απροσεξία ή από το μίσος και τη μανία του εχθρού, να λύσει μία των εντολών. Εβίωναν έως μυελού οστέων το λόγο του Κυρίου Ιησού: «Ος εάν ουν λύσει μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξει ούτω τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών…» (Ματθ. Ε ΄ 19) δηλ. Εκείνος ο οποίος θα καταργήσει μία από τις εντολές αυτές τις πολύ μικρές και θα διδάξει έτσι τους ανθρώπους, θα είναι πολύ μικρός για τη βασιλεία των ουρανών. (δηλ. θα αποκλειστεί από τη βασιλεία των ουρανών).
Αυτή ακριβώς η «φυλακή του νοός», η «προσοχή των αισθήσεων» και η απόλυτη προσαρμογή τους στις Ευαγγελικές επιταγές που διασώζει και ερμηνεύει αυθεντικά η Ορθοδοξία, τους έκανε να δεχθούν και το μεγάλο χάρισμα της ανόθευτης ποιμαντικής διακονίας. Ένα δηλ. υψηλότατο δώρο του Παναγίου Πνεύματος, το οποίο ελάχιστοι αξιώνονται να λάβουν, αφού αυτό απαιτεί εκ μέρους του ανθρώπου «ιδρώτα και αίμα»…
Οι θείοι Πατέρες, δεν ήταν οι μισθωτοί ποιμένες ώστε να αφήσουν το ποίμνιο να το «αλωνίσουν» οι κακόδοξοι και αιρετικοί. Και ενώ στο ποίμνιο μελωδούσαν το θείον κήρυγμα με τον «αυλό της θεολογίας», αντιθέτως, μπροστά στο φοβερό κίνδυνο της αλλοιώσεως του ορθού δόγματος και του χριστιανικού ήθους, έπαιρναν στα χέρια «την σφενδόνην του Πνεύματος», και έτρεπαν σε άτακτη φυγή τους λύκους των αιρέσεων.
Οι 630 θεοφόροι Πατέρες της Δ ΄ Οικουμ. Συνόδου, η οποία συνεκλήθει στη Χαλκηδόνα το 451 επί Αγίων Αυτοκρατόρων Μαρκιανού και Πουλχερίας, εξέδωσαν όρον Δογματικόν περί της υποστατικής ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων.
Καταδίκασαν τις κακόδοξες διδασκαλίες που δίδασκαν ότι ο Χριστός έχει μόνο μία φύση. Ακόμα η μεγάλη αυτή Σύνοδος, καταδίκασε τον Ευτυχή και τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας των Μονοφυσιτών Διόσκορο.
Τέλος οι Πατέρες εξέδωσαν 30 Ιερούς κανόνες οι οποίοι περιέχονται στο Ιερό Πηδάλιο και έχουν να κάνουν με την ορθή διοίκηση της Εκκλησίας μας.
Φυσικά η Δ ΄ Οικουμ. Σύνοδος, δεν έφερε κάτι το καινούργιο που δεν υπήρχε μέχρι τότε στο χώρο της Εκκλησίας μας. Αυτό που ήδη υφίστατο και το βίωνε το σώμα των πιστών, οι Πατέρες το διευκρίνισαν το οριοθέτησαν, και έτσι βοηθήθηκαν και βοηθούμαστε οι πιστοί στο να γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι η πίστη μας. Ποιοι οι όροι αυτής της πίστεως με τις τόσες υπαρξιακές προεκτάσεις στη ζωή μας.
Είθε να δώσει η Κεφαλή της Εκκλησίας μας, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, να συνειδητοποιήσουμε τον μοναδικό δρόμο προς σωτηρίαν τον οποίο διασφαλίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, και με οδηγούς τους Πατέρες μας να πορευόμαστε στην προκοπή και στον προσωπικό εξαγιασμό, πράγμα βέβαια που αποτελεί και τον προορισμό μας.
Αμήν.
από: http://thriskeftika.blogspot.com/
Βίος Αγίας Μαρίνας της Μεγαλομάρτυρος
Μητροπολίτου Αντινόης Παντελεήμονος
Γέννηση και ανατροφή: Η παρθενομάρτυς Μαρίνα γεννήθηκε στη μικρή πόλη Αντιόχεια της Πισιδίας, γύρω στο έτος 270, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός ή ο Κλαύδιος Καίσαρας. Οι γονείς της άνηκαν στην ανώτερη τάξη της περιοχής της Πισιδίας, ο πατέρας ήταν διακεκριμένος και σεβαστός από τους εθνικούς ιερέας των ειδώλων, λεγόταν δε Αιδέσιος.
Αμέσως μετά τη γέννηση της Μαρίνας, έφυγε από την παρούσα ζωή η μητέρα της. Έτσι ο πατέρας αναγκάστηκε να αναθέσει την ανατροφή της θυγατέρας του σε μία άλλη γυναίκα.
Ασπάζεται την χριστιανική πίστη: Φαίνεται ότι η γυναίκα στην οποία ο Αιδέσιος είχε εμπιστευτεί την ανατροφή της κόρης του ήταν χριστιανή. Έτσι και η μικρή Μαρίνα γαλουχήθηκε νωρίς στη νέα πίστη του Χριστού. Και σε ηλικία 12 ετών έλαβε το Βάπτισμα και συγκαταριθμήθηκε ως μέλος στην εκλεκτή ποίμνη του Κυρίου. Με αμείωτο ενδιαφέρον ποθούσε να μάθει καθετί πού είχε σχέση με τον Ιησού Χριστό. Κι όλα αυτά δημιούργησαν μέσα της την ιερή επιθυμία να μαρτυρήσει, για το Σωτήρα και Λυτρωτή της, αν Εκείνος τη θεωρούσε ποτέ άξια για κάτι τέτοιο.
O πατέρας της Αιδέσιος όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν χριστιανή, τυφλωμένος από το φανατισμό της ειδωλολατρικής θρησκείας του, μίσησε το ίδιο το σπλάχνο του και αποκλήρωσε τη μοναχοκόρη του.
Το άνομο σχέδιο του επάρχου: Η Μαρίνα είχε γίνει πλέον 15 ετών. Ο Θεός δεν την είχε προικίσει μόνο με πλούσια ψυχικά χαρίσματα, αλλά και με σωματικό κάλλος εντυπωσιακό.
Ο έπαρχος όμως Ολύβριος θέλησε και προσπάθησε να την πάρει για γυναίκα του επειδή ένιωσε μέσα του έρωτα γι’ αυτήν. Εκείνος, αντικρύζοντάς την, έμεινε και πάλι θαμπωμένος από το σωματικό της κάλλος και την εσωτερική λάμψη του προσώπου της. Χωρίς καθυστέρηση λοιπόν της ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να αναλάβει την προστασία της και σύντομα να την κάνει γυναίκα του.
Η νεαρή χριστιανή παρέμεινε σιωπηλή, ενώ μέσα της προσευχόταν θερμά, ζητώντας από τον Θεό να τη στηρίξει και να τη φωτίσει ώστε να φερθεί καθώς αρμόζει στις αφιερωμένες σ’ Εκείνον ψυχές.
Στην επιμονή του Ολυβρίου να λάβει απάντηση στην πρότασή του, εκείνη απάντησε πώς είναι αδύνατο να την αποδεχτεί. Η έκπληξη του επάρχου ήταν μεγάλη. Στην ερώτησή του γιατί ήταν αδύνατο, έλαβε τη σεμνή αλλά γεμάτη αποφασιστικότητα και παρρησία απάντηση: Διότι είμαι χριστιανή! Και μόνο το άκουσμα της λέξης «χριστιανή» ήταν αρκετό να κάνει τον έπαρχο εκτός εαυτού.
Αρχίζουν τα μαρτύρια της Αγίας: Για ένα μικρό διάστημα ο έπαρχος προσπάθησε, να πείσει τη νέα τούτη χριστιανή να αλλάξει γνώμη και να δεχθεί τον γάμο, τάζοντάς της τιμές, καλοπέραση και δόξα πλάι του. Εκείνη όμως, ενισχυόμενη από τον Κύριο, στον όποιο δεν έπαυσε να προσεύχεται μυστικά, επέμενε στην ομολογία της πίστεως στον Ιησού Χριστό.
Τότε την έστησε μπροστά σε δικαστήριο, από το οποίο ζήτησε επίσημα κατά το ρωμαϊκό δίκαιο να μάθει αν όντως ήταν χριστιανή. Η Μαρίνα ομολόγησε και εδώ με γενναιότητα και παρρησία τη χριστιανική της ιδιότητα, γεγονός πού κατέπληξε τους παρισταμένους, οι οποίοι έβλεπαν τόσο ηρωισμό και θάρρος σε μια νεαρή γυναίκα!
Εξαιτίας της ομολογίας της καταδικάστηκε στην ποινή της μαστίγωσης. Η καρτερικότητά της όμως και η αντοχή ήταν τέτοιες πού άφησε κατάπληκτους έπαρχο, αξιωματούχους και λαό. Έχοντας υψωμένο το βλέμμα της στον ουρανό, δεν έπαυσε να προσεύχεται, να επικαλείται τη βοήθεια του Κυρίου και τη στήριξή του για να υπομείνει με ανδρεία τις μαστιγώσεις.
Ο έπαρχος έδωσε εντολή να σταματήσουν οι στρατιώτες τη μαστίγωση και να την οδηγήσουν στη φυλακή, ελπίζοντας ενδόμυχα ότι ίσως μετά απ’ αυτό να συνετισθεί η Μαρίνα και ν’ αλλάξει στάση.
Ύστερα από λίγες ημέρες με εντολή του επάρχου οδηγήθηκε εκ νέου στο δικαστήριο, όπου και πάλι ομολόγησε πίστη στο Χριστό και αρνήθηκε να θυσιάσει στα είδωλα. Αφού την κρέμασαν, καταξέσχισαν τα πλευρά της με σιδερένια νύχια. Τα βασανιστήρια ήταν τόσο σκληρά, πού όλο το κάλλος του νεανικού της σώματος εξαφανίστηκε. Στη συνέχεια ρίχνεται και πάλι στη φυλακή και αφήνεται χωρίς τροφή και φροντίδα.
Πειράζεται από το μισόκαλο διάβολο: Ο φθονερός διάβολος θέλησε να δοκιμάσει να κάμψει ο ίδιος την Αγία. Έτσι λοιπόν πήρε ο ίδιος τη μορφή μεγάλου και φοβερού δράκοντος (φιδιού) και πρόβαλε ξαφνικά μπροστά στη Μαρίνα.
Από το στόμα του πετούσε φλόγες, ενώ τα αγριωπά μάτια του λαμπύριζαν απειλητικά και η γλώσσα του ήταν κατακόκκινη. Καθώς σερνόταν, σύρριξε εκνευριστικά και προκαλούσε τρόμο και σύγχυση, επιδιώκοντας να φοβίσει τη μάρτυρα και να την αποσπάσει από την προσευχή της. Διαπιστώνοντας όμως ότι εκείνη η μακάρια καλλιπάρθενος δεν διέκοπτε την προσευχή της, κατευθύνθηκε εναντίον της και άνοιξε το στόμα του απειλητικά, δείχνοντας ότι θέλει να την καταπιεί. Και ναι μεν η μεγαλομάρτυς έγινε έντρομη από το φόβο της, χωρίς καθυστέρηση όμως επικαλέστηκε το σωτήριο όνομα του Σωτήρος Χριστού. Και, ώ του θαύματος, ο δράκοντας διερράγη και έγινε άφαντος, η δε Μαρίνα χαίροντας έψαλε ύμνους και νικητήρια στον Θεό.
Ο διάβολος μετασχηματίσθηκε σε άνθρωπο κατάμαυρο, με τρομερή και κακάσχημη εμφάνιση, σαν μαύρου σκυλιού. Η Μαρίνα όμως, στερεωμένη όσο ποτέ στην πίστη, τον άρπαξε από τα μαλλιά και μ’ ένα σφυρί πού ήταν κάπου εκεί ξεχασμένο, τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι και στη ράχη και τον ταπείνωσε εντελώς. Και ενώ η μεγαλομάρτυς άρχισε και πάλι να προσεύχεται και να υμνεί τον Κύριο, ο διάβολος, σκοτεινός και άσχημος όρμησε εναντίον της και κραυγάζοντας την απειλούσε ότι θα τη σκοτώσει αν δεν σταματούσε να προσεύχεται.
Και η αγία Μαρίνα, παίρνοντας από την προσευχή της νέο θάρρος κατά του μετασχηματισμένου σε άνθρωπο διαβόλου, τον άρπαξε από τα μαλλιά της κεφαλής του και τον μαστίγωσε.
Βλέπει ουράνιες οπτασίες: Μετά από αυτό δυνατό φως καταύγασε το σκοτεινό χώρο της φυλακής της, πού έβγαινε από ένα Σταυρό, του οποίου η κορυφή υψωνόταν στον ουρανό. Πάνω από το Σταυρό πετούσε κυκλικά ένα περιστέρι καθαρό και άμωμο. Ο συναξαριστής της αγίας Μαρίνας δίνει και την εξήγηση των συμβολισμών του οράματος: Όλα αυτά σήμαιναν το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, το φώς, τη δόξα του Πατέρα. Ο Σταυρός, τον εσταυρωμένο Χριστό. Και το περιστέρι, το Άγιο Πνεύμα.
Το περιστέρι κατέβηκε κάποια στιγμή, πλησίασε την καλλιπάρθενο Μαρίνα και της είπε: «Χαίρε, Μαρίνα, η λογική περιστερά του Θεού, διότι νίκησες τον πονηρό δαίμονα και ντρόπιασες τον εχθρό.
Χαίρε πιστή και αγαθή δούλη του Κυρίου σου, τον οποίο πόθησες με όλη την καρδιά σου και μίσησες κάθε πρόσκαιρη απόλαυση. Χαίρε και αγάλλου, γιατί έφτασε η μέρα να λάβεις το στεφάνι της νίκης και να μπεις, όπως το αξίζεις, στολισμένη, μαζί με τις φρόνιμες παρθένες στο νυμφώνα του Χριστού και βασιλιά σου».
Ενώ η αγία Μαρίνα άκουγε τα λόγια αυτά συντελέστηκε στο σώμα της άλλο θαύμα: Όλες οι πληγές του επουλώθηκαν και η νεαρή μάρτυς απέκτησε και πάλι το κάλλος το όποιο θαύμαζαν όλοι.
Σκληρότερα μαρτύρια και το μακάριο τέλος: Ο έπαρχος Ολύβριος βλέποντας την υγιής προσπάθησε με κολακείες να την μεταπείσει όμως μάταια. Το μένος του επάρχου έφτασε στο αποκορύφωμά του. Γεμάτος λοιπόν θυμό δίνει εντολή να γυμνώσουν τη μάρτυρα, να την κρεμάσουν στο ξύλο και να καίνε με λαμπάδες το σώμα της.
Στη συνέχεια, γέμισαν ένα μεγάλο λέβητα με νερό, κατέβασαν την καλλιπάρθενο μεγαλομάρτυρα από το ξύλο, την έδεσαν γερά και τη βούτηξαν με το κεφάλι προς τα κάτω μέσα στο νερό για να πεθάνει από πνιγμό. Η μάρτυς και πάλι προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο και Θεό της, οπότε «παρευθύς σεισμός μέγας ἐγένετο καί ἐφάνη πάλιν ἡ πρώτη περιστερά ἐπάνω του ὕδατος, βαστάζουσα εἰς τό στόμα στέφανον. Αὐτήν τήν ὥρα ἐφάνη καί ὁ πύρινος στύλος, ἐπάνω δέ τούτου Σταυρός». Η μάρτυς βγήκε από το νερό σώα, τα δεσμά της είχαν λυθεί και στεκόταν και πάλι σε στάση προσευχής, δοξάζουσα τον Θεό. Το δε περιστέρι κάθισε πάνω στο κεφάλι της, κρατώντας στο στόμα του το στεφάνι και είπε προς τη Μαρίνα: «Εἰρήνη σέ σένα, δούλη τοῦ Θεοῦ. Ἔχε θάρρος καί λάβε ἀπό τή δεξιά τοῦ Ὑψίστου αὐτό τό οὐράνιο στεφάνι».
Λέγοντας αυτά η θεϊκή περιστερά, πέταξε και κάθισε πάνω σ’ εκείνο το Σταυρό και απευθυνόμενη προς τη μεγαλομάρτυρα είπε δυνατά, έτσι πού ν’ ακούνε όλοι: «Έλα, Μαρίνα, στις άνω μονές του Παραδείσου, για ν’ απολαύσεις το στεφάνι της αφθαρσίας στα αγαπητά σκηνώματα του Κυρίου, να χαίρεσαι μαζί με τους αγίους και να αναπαύεσαι αιώνια».
Η φωνή αυτή πού ακούστηκε από πολλούς, συγκλόνισε άντρες και γυναίκες, αρκετοί δε απ’ αυτούς ομολόγησαν πώς ήταν έτοιμοι να πιστέψουν και να δώσουν ακόμα και τη ζωή τους για το Χριστό.
Ο έπαρχος πρόσταξε να θανατώσουν όσους είχαν πριν λίγο ομολογήσει πίστη στο Χριστό. Ο Ολύβριος, για να προλάβει μεγαλύτερο κακό για τους ειδωλολάτρες, διέλυσε το δικαστήριο και προσποιήθηκε ότι δίνει εντολή να μεταφέρουν την αγία Μαρίνα και πάλι στη φυλακή. Στην ουσία όμως, έδωσε μυστικά προσταγή στον επικεφαλής της φρουράς να πάρουν την καλλιπάρθενο μεγαλομάρτυρα και να την αποκεφαλίσουν στον τόπο της καταδίκης. Εκεί η αγία, αφού προσευχήθηκε για τελευταία φορά πάνω στη γη, έσκυψε και το ξίφος του δημίου «ἐκκόψαν τήν κεφαλήν της, περιέβαλεν αὐτήν μέ τόν ἀδαμάντινον στέφανον τοῦ μαρτυρίου».
Τα ιερά λείψανά της: Μετά τον διά του ξίφους θάνατο της οι χριστιανοί παρέλαβαν κρυφά το τίμιο λείψανο και το ενταφίασαν με τιμές πού αρμόζουν στους μάρτυρες της πίστεως. Άγνωστο πότε ακριβώς μετακομίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη, εφόσον είναι αληθινή η πληροφορία ότι το έτος 1230 σταυροφόροι της Δύσεως μετέφεραν τα λείψανα αυτά από την πρωτεύουσα του Βυζαντίου στη Βενετία, γεγονός πού οι Ρωμαιοκαθολικοί γιορτάζουν στις 17 Ιουλίου (ημέρα μνήμης της μεγαλομάρτυρος και για μας τους Ορθοδόξους).
Η καλλιπάρθενος αγία Μαρίνα θεωρείται προστάτης των παιδιών και μάλιστα ειδική για τη θεραπεία όσων απ’ αυτά είναι άρρωστα και καχεκτικά.
Το άνομο σχέδιο του επάρχου: Η Μαρίνα είχε γίνει πλέον 15 ετών. Ο Θεός δεν την είχε προικίσει μόνο με πλούσια ψυχικά χαρίσματα, αλλά και με σωματικό κάλλος εντυπωσιακό.
Ο έπαρχος όμως Ολύβριος θέλησε και προσπάθησε να την πάρει για γυναίκα του επειδή ένιωσε μέσα του έρωτα γι’ αυτήν. Εκείνος, αντικρύζοντάς την, έμεινε και πάλι θαμπωμένος από το σωματικό της κάλλος και την εσωτερική λάμψη του προσώπου της. Χωρίς καθυστέρηση λοιπόν της ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να αναλάβει την προστασία της και σύντομα να την κάνει γυναίκα του.
Στην επιμονή του Ολυβρίου να λάβει απάντηση στην πρότασή του, εκείνη απάντησε πώς είναι αδύνατο να την αποδεχτεί. Η έκπληξη του επάρχου ήταν μεγάλη. Στην ερώτησή του γιατί ήταν αδύνατο, έλαβε τη σεμνή αλλά γεμάτη αποφασιστικότητα και παρρησία απάντηση: Διότι είμαι χριστιανή! Και μόνο το άκουσμα της λέξης «χριστιανή» ήταν αρκετό να κάνει τον έπαρχο εκτός εαυτού.
Αρχίζουν τα μαρτύρια της Αγίας: Για ένα μικρό διάστημα ο έπαρχος προσπάθησε, να πείσει τη νέα τούτη χριστιανή να αλλάξει γνώμη και να δεχθεί τον γάμο, τάζοντάς της τιμές, καλοπέραση και δόξα πλάι του. Εκείνη όμως, ενισχυόμενη από τον Κύριο, στον όποιο δεν έπαυσε να προσεύχεται μυστικά, επέμενε στην ομολογία της πίστεως στον Ιησού Χριστό.
Τότε την έστησε μπροστά σε δικαστήριο, από το οποίο ζήτησε επίσημα κατά το ρωμαϊκό δίκαιο να μάθει αν όντως ήταν χριστιανή. Η Μαρίνα ομολόγησε και εδώ με γενναιότητα και παρρησία τη χριστιανική της ιδιότητα, γεγονός πού κατέπληξε τους παρισταμένους, οι οποίοι έβλεπαν τόσο ηρωισμό και θάρρος σε μια νεαρή γυναίκα!
Εξαιτίας της ομολογίας της καταδικάστηκε στην ποινή της μαστίγωσης. Η καρτερικότητά της όμως και η αντοχή ήταν τέτοιες πού άφησε κατάπληκτους έπαρχο, αξιωματούχους και λαό. Έχοντας υψωμένο το βλέμμα της στον ουρανό, δεν έπαυσε να προσεύχεται, να επικαλείται τη βοήθεια του Κυρίου και τη στήριξή του για να υπομείνει με ανδρεία τις μαστιγώσεις.
Ύστερα από λίγες ημέρες με εντολή του επάρχου οδηγήθηκε εκ νέου στο δικαστήριο, όπου και πάλι ομολόγησε πίστη στο Χριστό και αρνήθηκε να θυσιάσει στα είδωλα. Αφού την κρέμασαν, καταξέσχισαν τα πλευρά της με σιδερένια νύχια. Τα βασανιστήρια ήταν τόσο σκληρά, πού όλο το κάλλος του νεανικού της σώματος εξαφανίστηκε. Στη συνέχεια ρίχνεται και πάλι στη φυλακή και αφήνεται χωρίς τροφή και φροντίδα.
Από το στόμα του πετούσε φλόγες, ενώ τα αγριωπά μάτια του λαμπύριζαν απειλητικά και η γλώσσα του ήταν κατακόκκινη. Καθώς σερνόταν, σύρριξε εκνευριστικά και προκαλούσε τρόμο και σύγχυση, επιδιώκοντας να φοβίσει τη μάρτυρα και να την αποσπάσει από την προσευχή της. Διαπιστώνοντας όμως ότι εκείνη η μακάρια καλλιπάρθενος δεν διέκοπτε την προσευχή της, κατευθύνθηκε εναντίον της και άνοιξε το στόμα του απειλητικά, δείχνοντας ότι θέλει να την καταπιεί. Και ναι μεν η μεγαλομάρτυς έγινε έντρομη από το φόβο της, χωρίς καθυστέρηση όμως επικαλέστηκε το σωτήριο όνομα του Σωτήρος Χριστού. Και, ώ του θαύματος, ο δράκοντας διερράγη και έγινε άφαντος, η δε Μαρίνα χαίροντας έψαλε ύμνους και νικητήρια στον Θεό.
Και η αγία Μαρίνα, παίρνοντας από την προσευχή της νέο θάρρος κατά του μετασχηματισμένου σε άνθρωπο διαβόλου, τον άρπαξε από τα μαλλιά της κεφαλής του και τον μαστίγωσε.
Το περιστέρι κατέβηκε κάποια στιγμή, πλησίασε την καλλιπάρθενο Μαρίνα και της είπε: «Χαίρε, Μαρίνα, η λογική περιστερά του Θεού, διότι νίκησες τον πονηρό δαίμονα και ντρόπιασες τον εχθρό.
Χαίρε πιστή και αγαθή δούλη του Κυρίου σου, τον οποίο πόθησες με όλη την καρδιά σου και μίσησες κάθε πρόσκαιρη απόλαυση. Χαίρε και αγάλλου, γιατί έφτασε η μέρα να λάβεις το στεφάνι της νίκης και να μπεις, όπως το αξίζεις, στολισμένη, μαζί με τις φρόνιμες παρθένες στο νυμφώνα του Χριστού και βασιλιά σου».
Ενώ η αγία Μαρίνα άκουγε τα λόγια αυτά συντελέστηκε στο σώμα της άλλο θαύμα: Όλες οι πληγές του επουλώθηκαν και η νεαρή μάρτυς απέκτησε και πάλι το κάλλος το όποιο θαύμαζαν όλοι.
Στη συνέχεια, γέμισαν ένα μεγάλο λέβητα με νερό, κατέβασαν την καλλιπάρθενο μεγαλομάρτυρα από το ξύλο, την έδεσαν γερά και τη βούτηξαν με το κεφάλι προς τα κάτω μέσα στο νερό για να πεθάνει από πνιγμό. Η μάρτυς και πάλι προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο και Θεό της, οπότε «παρευθύς σεισμός μέγας ἐγένετο καί ἐφάνη πάλιν ἡ πρώτη περιστερά ἐπάνω του ὕδατος, βαστάζουσα εἰς τό στόμα στέφανον. Αὐτήν τήν ὥρα ἐφάνη καί ὁ πύρινος στύλος, ἐπάνω δέ τούτου Σταυρός». Η μάρτυς βγήκε από το νερό σώα, τα δεσμά της είχαν λυθεί και στεκόταν και πάλι σε στάση προσευχής, δοξάζουσα τον Θεό. Το δε περιστέρι κάθισε πάνω στο κεφάλι της, κρατώντας στο στόμα του το στεφάνι και είπε προς τη Μαρίνα: «Εἰρήνη σέ σένα, δούλη τοῦ Θεοῦ. Ἔχε θάρρος καί λάβε ἀπό τή δεξιά τοῦ Ὑψίστου αὐτό τό οὐράνιο στεφάνι».
Η φωνή αυτή πού ακούστηκε από πολλούς, συγκλόνισε άντρες και γυναίκες, αρκετοί δε απ’ αυτούς ομολόγησαν πώς ήταν έτοιμοι να πιστέψουν και να δώσουν ακόμα και τη ζωή τους για το Χριστό.
Ο έπαρχος πρόσταξε να θανατώσουν όσους είχαν πριν λίγο ομολογήσει πίστη στο Χριστό. Ο Ολύβριος, για να προλάβει μεγαλύτερο κακό για τους ειδωλολάτρες, διέλυσε το δικαστήριο και προσποιήθηκε ότι δίνει εντολή να μεταφέρουν την αγία Μαρίνα και πάλι στη φυλακή. Στην ουσία όμως, έδωσε μυστικά προσταγή στον επικεφαλής της φρουράς να πάρουν την καλλιπάρθενο μεγαλομάρτυρα και να την αποκεφαλίσουν στον τόπο της καταδίκης. Εκεί η αγία, αφού προσευχήθηκε για τελευταία φορά πάνω στη γη, έσκυψε και το ξίφος του δημίου «ἐκκόψαν τήν κεφαλήν της, περιέβαλεν αὐτήν μέ τόν ἀδαμάντινον στέφανον τοῦ μαρτυρίου».
Saint Marina
Saint Marina (Greek: Ἁγία Μαρίνα) of Antioch (in Pisidia), is celebrated as a saint on July 17 in the Orthodox Church. She was reputed to have promised very powerful indulgences to those who wrote or read her life, or invoked her intercessions.
She was a native of Antioch and daughter of a pagan priest named Aedesius. Her mother having died soon after her birth, Marina was nursed by a pious woman five or six leagues from Antioch.
Having embraced Christianity and consecrated her virginity to God, she was disowned by her father, adopted by her nurse and lived in the country keeping sheep with her foster mother in what is now modern day Turkey.[2] Olybrius, the Governor of the Roman Diocese of the East, asked to marry her but with the price of her renunciation of Christianity.
Upon her refusal, she was cruelly tortured, during which various miraculous incidents occurred. One of these involved being swallowed by Satan in the shape of a dragon, from which she escaped alive when the cross she carried irritated the dragon’s innards. She was put to death in A.D. 304.
Veneration: The Eastern Orthodox Church knows Saint Marina, and celebrates her feast day on July 17. «Marina» is the Latin equivalent of the Greek name «Pelagia» .