13 Μαΐου μνήμη της Αγίας μάρτυρος Γλυκερίας
Βίος της Αγίας Μάρτυρος Γλυκερίας
Η Αγία Μάρτυς Γλυκερία γεννήθηκε στην Τραϊανούπολη τον 2ο αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (138 – 161 μ.Χ.). Ο πατέρας της ονομαζόταν
Μακάριος και είχε διατελέσει τρεις φορές ύπατος της Ρώμης. Σε μικρή ηλικία ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό και ανέπτυξε έντονη χριστιανική και κατηχητική δράση. Όταν βρισκόταν
η Αγία στην ακμή της ηλικίας της αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Αντωνίνος και ηγεμόνας της θρακικής επαρχίας ήταν ο Σαββίνος. Και οι δύο ήταν φανατικοί ειδωλολάτρες.
Ο αυτοκράτορας Αντωνίνος, φανατικός ειδωλολάτρης, εξέδωσε νόμο κατά τον οποίο υποχρέωνε όλους τους υπηκόους του να προσφέρουν θυσία στους θεούς. Έτσι και αυτός
ο νόμος στάλθηκε και στην επαρχία την οποία ζούσε και η Αγία Γλυκερία. Η Αγία όμως είχε πάρει της απόφαση, να επιτεθεί, κατά του διαβόλου και να ελέγξει την πλάνη των
ειδωλολατρών.
Μπροστά στον ηγεμόνα
Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο ηγεμόνας Σαββίνος, την κάλεσε να παρουσιασθεί μπροστά του. Με μεγάλη προθυμία η Αγία εμφανίσθηκε σε εκείνον, έχοντας σημειώσει στο
μέτωπό της τον Τίμιο Σταυρό και δεν δίστασε να ομολογήσει με παρρησία και σθένος την πίστη της στον Σωτήρα και Λυτρωτή Ιησού Χριστό.
Ο Σαββίνος την οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό, προσπαθώντας να την πείσει να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Η Αγία στράφηκε προς τον λαό, ο οποίος ήταν εκεί
συγκεντρωμένος και του είπε δυνατά:
-Βλέπετε τη φωτεινή λαμπάδα που είναι σημειωμένη στο μέτωπο μου;
Ο λαός άναυδος, παρακολουθούσε την Αγία, να δείχνει με το χέρι της, το Σταυρό στο μέτωπο της και ακολούθως προσευχήθηκε στον Θεό λέγοντας:
-Ο Θεός, ο Παντοκράτορας, Συ που δοξάζεσαι με το Σταυρό του Χριστού Σου από τους δούλους Σου, Συ που εμφανίσθηκες στους Οσίους Σου παίδες και τους γλύτωσες από
αναμμένο καμίνι, Συ που έκλεισες τα στόματα των λιονταριών και ανέδειξες νικητή τον δούλο Σου Δανιήλ, Συ που κατέστρεψες τον Βάαλ και εξόντωσες τον δράκοντα και
συνέτριψες τη διαβολική εικόνα (του βασιλέως Ναβουχοδονόσορ), Ιησού Χριστέ, το άμωμο και άκακο αρνίον του Θεού, έλα σε εμένα την ταπεινή και συνέτριψε τον δαίμονα
(τον Δία) που δημιουργήθηκε με την ανθρώπινη τέχνη και διασκόρπισε την κακή τους θυσία.
Αμέσως μετά την προσευχή έγινε βροντή μεγάλη και έπεσε το άγαλμα του Δία και συντρίφθηκε, γιατί ήταν πέτρινο. Όταν ο ηγεμόνας και οι ειδωλολάτρες ιερείς είδαν να
συντρίβεται το άγαλμα του θεού τους, γεμάτοι από οργή, έδωσαν την εντολή να πεθάνει η Γλυκερία με λιθοβολισμό. Αμέσως τα πλήθη των ειδωλολατρών όρμησαν μανιασμένα
και άρχισαν να λιθοβολούν την Αγία. Οι πέτρες όμως έπεφταν δίπλα της χωρίς καθόλου να την αγγίζουν. Οι ειδωλολάτρες βλέποντας το φαινόμενο και μη αντιλαμβανόμενοι αυτή
τη δωρεά και ευεργεσία του Θεού, νόμισαν ότι η Αγία είναι μάγισσα και γι’ αυτό δεν την άγγιζαν οι πέτρες. Άρχισαν λοιπόν να την υβρίζουν.
Ο ηγεμόνας παρεμβαίνοντας διέταξε να την βάλουν μέχρι το πρωί της επόμενης ημέρας στη φυλακή και να την ασφαλίσουν καλά, μήπως κάνοντας χρήση των μαγικών της
ικανοτήτων κατορθώσει να φύγει και έπειτα διαδώσει ότι την βοήθησε ο Θεός της με συνέπεια να εξαπατήσει πολλούς.
Την κρεμούν από τα μαλλιά
Εκεί στην φυλακή, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, επισκέφθηκε την Αγία ο Χριστιανός επίσκοπος της πόλεως, Φιλοκράτης, τον οποίο η Αγία παρακάλεσε να τη σφραγίσει με το
σημείο του Σταυρού, ώστε με την δύναμη του Τιμίου Σταυρού, να μπορέσει να νικήσει την κακία του διαβόλου.
Το πρωί της επόμενης ημέρας ο ηγεμόνας ήλθε στο δικαστήριο, για να δικάσει και τιμωρήσει παραδειγματικά την Αγία Γλυκερία. Διέταξε λοιπόν να την οδηγήσουν μπροστά του
και την ρώτησε, εάν θέλει να θυσιάσει στον Δία. Της επέστησε δε την προσοχή ότι σε περίπτωση που δεν επείθετο και δεν υπάκουε θα έδινε την εντολή να την σκοτώσουν.
Η Αγία αρνήθηκε να προσφέρει θυσία στους θεούς και παρρησία ομολόγησε τον Νυμφίο της Χριστό. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να την κρεμάσουν από τα μαλλιά και να την
καταξεσκίσουν.
Άρχισαν με μίσος να καταξεσκίζουν το σώμα της Μάρτυρος. Βλέποντας όμως ο χριστιανομάχος ηγεμόνας της Αγία σώα, έδωσε αμέσως διαταγή να την ξεκρεμάσουν και να την
χτυπήσουν στο πρόσωπο τόσο όσο να αλλοιωθεί η όψη της. Η Αγία μπροστά στο άκουσμα αυτού του μαρτυρίου συνεχίζει να προσεύχεται στον Κύριο και ενώ οι βασανιστές
άρχισαν το έργο τους. Ξαφνικά εμφανίστηκε Άγγελος Κυρίου, ο οποίος τους παραλύει και γίνονται σαν νεκροί. Ο ηγεμόνας όμως τυφλωμένος και πωρωμένος δεν πιστεύει και
προσπάθησε και πάλι να πείσει την Αγία να προσφέρει στον θεό Δία θυσία. Βλέποντας όμως ότι η Αγία δεν αρνείται τον Χριστό, διέταξε και πάλι να την ρίξουν στην φυλακή,
χωρίς να την δίνουν τροφή και νερό.
Ουράνια Τροφή
Η Αγία Γλυκερία γεμάτη χαρά και δοξάζοντας τον Θεό επανήλθε στην φυλακή. Ο δεσμοφύλακάς της με πολύ σεβασμό και φόβο την κλείδωσε στο κελί της. Η Μεγαλομάρτυς
ευχαρίστησε τον Θεό. Από τότε πέρασε ικανός χρόνος κατά τον οποίο η Αγία ήταν πάντα κλεισμένη μέσα στη φυλακή και δοξολογούσε τον Θεό, ενώ Άγγελος Κυρίου της έφερνε
ουράνια τροφή.
Κάποτε ο ηγεμόνας επρόκειτο να μεταβεί στην Ηράκλεια. Τότε σκέφθηκε να περάσει και από την φυλακή, για να δει τι γίνεται η Γλυκερία και αν είναι σε θέση να τον ακολουθήσει
στην Ηράκλεια. Όταν όμως έφθασε στη φυλακή και είδε την πόρτα σφραγισμένη, νόμισε ότι είχε ήδη πεθάνει η Αγία. Αλλά μόλις άνοιξε η πόρτα διαπίστωσε ότι η Αγία ήταν λυμένη
και δίπλα της υπήρχε ένα πινάκιο με γάλα και ψωμί και ένα δοχείο με νερό. Γεμάτος έκπληξη ο ηγεμόνας και μη γνωρίζοντας ότι ο Θεός έτρεφε την Αγία, την έβγαλε από την
φυλακή.
Μετά από αυτά, πήρε ο ηγεμόνας την Αγία και κατευθύνθηκε προς την Ηράκλεια. Όταν οι Χριστιανοί της Ηράκλειας άκουσαν για την αθληφόρο του Χριστού και ότι την έφερναν
στην πόλη τους, έτρεξαν όλοι να την προϋπαντήσουν έχοντας επικεφαλής τους τον Επίσκοπο της πόλεως, Δομίτιο.
Το πρωί της επομένης ημέρας η ηγεμόνας διέταξε να προσαχθεί σε δίκη η Αγία και σε περίπτωση που και πάλι θα αρνιόταν να υπακούσει, να την έριχναν στη φωτιά. Η Αγία και
πάλι ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να ρίξουν την Αγία μέσα σε καμίνι.
Η Αγία στο αναμμένο καμίνι
Όταν ετοιμάσθηκε η φωτιά μέσα στο καμίνι, ώστε να μην μπορεί να το πλησιάσει άνθρωπος, η Αγία κάνοντας το σημείο του Σταυρού σφράγισε τον εαυτό της και προσευχήθηκε
προς τον Θεό. Μόλις την έριξαν μέσα στο καμίνι, ήλθε ουράνια δροσιά και έσβησε τη φλόγα της φωτιάς. Ο λαός που παρακολουθούσε τα έχασε όταν είδε αυτό το θαύμα.
Ο φανατικός ειδωλολάτρης Σαββίνος, πικραμένος, μη μπορώντας να αισθανθεί το μεγαλείο και τη παντοδυναμία του Αληθινού Θεού, με απορία της έλεγε:
-Πες μου, από ποιον παίρνεις θάρρος και δε θυσιάζεις; Σταμάτα και μην προσπαθείς με διάφορα τεχνάσματα να εξαπατάς τους παντές.
-Θάρρος, δύναμη και ελπίδα, παίρνω μόνο από τον Αληθινό Θεό, τον Υιό και Λόγο του Θεού, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον Λυτρωτή του κόσμου. Σε πληροφορώ, ότι δε
χρησιμοποιώ τεχνάσματα, αλλά με έργα και λόγια αληθείας, βεβαιώνω εκείνους που θέλουν να πιστέψουν στον αληθινό Θεό.
Γδέρνουν το κεφάλι της Αγίας
Μετά από αυτά, ο ηγεμόνας θυμωμένος διέταξε να της γδάρουν το κεφάλι μέχρι το μέτωπο και αφού έδεσαν οι υπηρέτες χειροπόδαρα την Αγία, έπρατταν κατά της διαταγές του
ηγεμόνος. Παρά τους φοβερού πόνους, η Γλυκερία δεν χάνει το θάρρος της. Πιστεύει ακράδαντα ότι ο Κύριος δεν θα την εγκαταλείψει. Και έτσι με όλη τη δύναμη της ψυχής της
δεν παύει να προσεύχεται. Ο ηγεμόνας, μη υποφέροντας την ψυχική και πνευματική αντοχή της Αγίας, διέταξε να την κλείσουν πάλι στην φυλακή. Εκεί διέταξε να την δέσουν
χειροπόδαρα και να την ξαπλώσουν πάνω σε κοφτερές πέτρες, για να υποφέρει αφόρητα όταν ήθελε να μετακινηθεί δεξιά και αριστερά. Και οι υπηρέτες έκαναν ότι τους διέταξε
ο ηγεμόνας.
Την θεραπεύει Άγγελος Κυρίου
Κατά το μεσονύκτιο όμως Άγγελος Κυρίου ήλθε και έλυσε τη Μάρτυρα από τα δεσμά της και επούλωσε τα τραύματα του προσώπου της, ώστε να καταστεί απόλυτα υγιείς, χωρίς
κανένα σημάδι η ουλή, όπως δηλαδή της το είχε χαρίσει ο Θεός.
Το επόμενο πρωί ήλθε ο ηγεμόνας στο δικαστήριο και διέταξε να φέρουν μπροστά του την Αγία. Όταν ο δεσμοφύλακας, ονόματι Λαοδίκιος, άνοιξε την πόρτα της φυλακής, βρήκε
την Γλυκερία λυμένη και υγιή, ώστε δεν την αναγνώρισε. Η Αγία όμως του είπε: «Μην κάνεις τίποτε και λυπήσου τον εαυτό σου, εγώ είμαι εκείνη που ζητάς».
Ο δεσμοφύλακας γεμάτος έκπληξη και έντρομος έβγαλε την Αγία από την φυλακή και αφού δέθηκε ο ίδιος με τα δεσμά της Μάρτυρος την ακολούθησε στο βήμα του ηγεμόνα.
Αντικρίζοντας αυτό το θέαμα ο ηγεμόνας ρώτησε τον δεσμοφύλακα. Εκείνος του είπε τι ακριβώς συνέβη κατά την ώρα που Άγγελος Κυρίου επεσκέφτηκε την Αγία στην φυλακή και
του ομολόγησε ότι και αυτός μετά από όλα αυτά που είδε ότι πιστεύει στον αληθινός Θεό τον οποίο πιστεύει και η Γλυκερία. Ο άρχοντας έδωσε αμέσως εντολή και οι στρατιώτες
αποκεφάλισαν τον Μάρτυρα. Το λείψανό του το πήραν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν.
Η Αγία ρίχνετε στα άγρια θηρία
Στη συνέχεια ο ηγεμόνας διέταξε να ριχθεί η Γλυκερία στα θηρία. Αλλά η Μάρτυς ακούγοντας την απόφαση του ηγεμόνα αντί να πανικοβληθεί χάρηκε ως να της συνέβη κάτι το
ευχάριστο. Μόλις κάθησε ο ηγεμόνας στο θρόνο του, μπήκε στο Στάδιο και η Αγία, θαραλλέα και χαρούμενη, περιμένοντας μετά την αδιάλειπτη προσευχή της, βοήθεια από τον
Κύριο, και πράγματι, δεν άργησε η Θεία βοήθεια Του.
Ο θηριοδαμαστής, ανασηκώνει την πόρτα του θηριοτροφείου και εξέρχεται μία λέαινα μεγαλόσωμη, η οποία, τρέχοντας και βρυχώμενη, κατευθύνεται προς την Γλυκερία. Ω του
θαύματος, η λέαινα όταν έφθασε κοντά στην Αγία, άρχισε να κυλιέται στα πόδια της και να της γλείφει τα πέλματα των γυμνών ποδιών της. Τότε η Αγία Γλυκερία και ενώ το
κατάπληκτο πλήθος παρακολουθούσε το παράδοξο αυτό θέαμα, ύψωσε τα μάτια της και τα χέρια της προς τον Ουρανό και είπε για να ακούσουν όλοι:
-Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, Θεέ των Πατέρων, διότι και τα άγρια ζώα εξημέρωσες για να γνωρίσουμε το μεγαλείο της Θεότητας Σου και παρουσίασες σε μένα, τις τόσες δυσκολίες,
σαν ευκολίες. Δοξασμένο να είναι το Πανάγιο Όνομά Σου. Σε παρακαλώ, εισάκουσέ με και επίτρεψέ μου να έχω το μαρτυρικό τέλος, που επιθυμεί ο σκληρόκαρδος ηγεμόνας.
Δυνάμωσέ με, Κύριε και αξίωσέ με του μαρτυρικού στεφάνου, για να συναγάλλομαι μετά των Μαρτύρων και Αγίων της Εκκλησίας Σου, Αμήν.
Και, ω του θαύματος. Μόλις τελείωσε η θερμή αυτή προσευχή της Αγίας, φωνή ακούστηκε από τον ουρανό, η οποία έλεγε:
-Ω πιστή μου, δούλη Γλυκερία. Όντως, για σένα άνοιξαν οι πύλες της Βασιλείας των Ουρανών.
Το μαρτυρικό τέλος
Ο Σαββίνος, παραμένει άφωνος, ασυγκίνητος και ανέκφραστος μπροστά στα όσα συμβαίνουν ενώπιον του. Ο θηριοδαμαστής, σαν να μην συμβαίνει τίποτα το ιδιαίτερο, συνεχίζει
το έργο του, ανασηκώνει την πόρτα του θηριοτροφείου και βγαίνει άλλη μία λέαινα. Αυτή ορμά πάνω στην Αγία και την δαγκώνει, χωρίς να της προξενήσει την ελάχιστη πληγή.
Η Μάρτυρας πέφτει νεκρή. Έτσι, μετά το δάγκωμα, παραδίδει το πνεύμα της στο Νυμφίο της Χριστό. Ο Σαββίνος, προφανώς ικανοποιημένος από το τέλος της Χριστιανής
Γλυκερίας, αναχώρησε από το Στάδιο την ίδια ώρα, προτού προφθάσει να χαρεί ιδιαίτερα, για τον θάνατό της. Κι’ αυτό, γιατί, καθ’ οδόν, αρρώστησε αιφνιδίως από υδρωπικία
(δηλαδή γέμισε η κοιλιά του ορώδες υγρό) και πέθανε παραδειγματικά, εν μέσω φοβερών πόνων, χωρίς να μπορεί κανείς να τον βοηθήσει.
Μετά το μαρτυρικό τέλος της Αγίας και την αναχώρηση των ειδωλολατρικών κατοίκων της Ηράκλειας από το Στάδιο, ο Επίσκοπος Δομίτιος, μαζί με άλλους Χριστιανούς, που
παρακολουθούσαν προσευχόμενοι, την τελευταία μαρτυρική της δοκιμασία, παρέλαβαν το σεπτό σκήνος της και το ενταφίασαν σε τόπο απέρριτο, κοντά στην πόλη της
Ηράκλειας.
Η Αγία, μετά το μαρτύριό της, λόγω των πολλών θαυμάτων που έκανε, ανακηρύχτηκε προστάτιδα και πολιούχος της πόλης της Ηράκλειας. Μάλιστα, προς τιμή της ανήγειραν και
μεγαλοπρεπή ναό. Επίσης, η Μάρτυρας, ξεχωριστά τιμήθηκε και από τους κατοίκους της νήσου Λήμνου, γιατί επί εικονομαχιών είχε μεταφερθεί προσωρινά εκεί, το ιερό λείψανο
της, πλην της Τίμιας Κάρας της.
Στίχος
Θηρὸς τὸ πικρὸν δῆγμα τῇ Γλυκερίᾳ Ὑπὲρ γλυκάζον ὡς ἀληθῶς ἦν μέλι. Ἐν τριτάτῃ δεκάτῃ δάκε καὶ κτάνε θὴρ Γλυκερίαν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα
Τὴν καλλιπάρθενον, Χριστοῦ τιμήσωμεν, τὴν ἀριστεύσασαν, πόνοις ἀθλήσεως, καὶ ἀσθένειᾳ τῆς σαρκός, τὸν ὄφιν καταβαλοῦσαν· πόθῳ γὰρ τοῦ Κτίσαντος, τῶν βασάνων
τὴν ἔφοδον, παρ’ οὐδὲν ἡγήσατο, καὶ θεόθεν δεδόξασται· πρὸς ἣν ἀναβοήσωμεν πάντες· χαίροις θεόφρον Γλυκερία.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καί πάσχω διά σέ, ὡς
βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον
τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Τὴν παρθένον στέργουσα, καὶ Θεοτόκον Μαρίαν, διετήρεις ἄφθορον, τὴν σεαυτῆς παρθενίαν· πόθῳ δέ, καρδιωθεῖσα τῷ τοῦ Κυρίου, ἤθλησας, ἀνδρειοφρόνως μέχρι θανάτου·
διὰ τοῦτο Γλυκερία, διπλῷ στεφάνῳ, σὲ στέφει Χριστὸς ὁ Θεός.
Μεγαλυνάριον
Μύρον πολυσύνθετον τῷ Χριστῷ, ἐξ ἁγνοίας πόνων, καὶ αἱμάτων τοῖς σταλαγμοῖς, προσενεγκαμένη, θεόφρον Γλυκερία, ἐν μύροις θεοβρύτοις, λαμπρῶς δεδόξασαι.