12 Ιουλίου Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Τριχερούσης , μνήμη των Αγίων μαρτύρων Πρόκλου και Ιλαρίου , της Αγίας Βερονίκης της αιμορροούσης και του Οσίου πατρός ημών Παϊσίου του Αγιορείτου
Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Τριχερούσης
Θα έχετε δει κάποια εικόνα της Παναγίας με τρία χέρια και θα διερωτηθήκατε, ασφαλώς, γιατί την ζωγράφισαν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η Εικόνα ευρίσκεται σήμερον στο Άγιον Όρος εις την Ιερά Μονή Χιλιανδαρίου. Η ιστορία της είναι σχετική με τον βίο του οσίου και θεοφόρου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του γνωστού ασματογράφου της Εκκλησίας μας.
Ο Όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός υπηρετούσε και είχε σπουδαία θέση στην Δαμασκό. Από εκεί έγραφε και ομιλούσε κατά της αιρέσεως των Εικονομάχων. Ο αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Λέων ο Ίσαυρος τον συκοφάντησε τότε στον άρχοντα της Δαμασκού, ότι δήθεν ο Ιωάννης προσπαθούσε να τον εξοντώσει. Διέταξε λοιπόν ο άρχων της Δαμασκού να κόψουν το δεξί χέρι του Ιωάννου Δαμασκηνού, για να μη μπορέσει να ξαναγράψει, και να το κρεμάσουν στην πλατεία της πόλεως για να το δει ο κόσμος. Έκοψαν, λοιπόν, το χέρι του Ιωάννου. Το απόγευμα της ιδίας ημέρας έβαλε ο Όσιος Ιωάννης φίλους του να παρακαλέσουν τον άρχοντα να ξεκρεμάσει το κομμένο χέρι του και να του το ξαναδώσει. Ο άρχοντας έδωσε την σχετική άδεια και διέταξε να επιστρέψουν την κομμένη παλάμη στον Όσιο Ιωάννη.
Το βράδυ ο Ιωάννης προσάρμοσε την κομμένη παλάμη στην θέση του ακρωτηριασμένου χεριού του, προσκύνησε την Εικόνα της Θεοτόκου και κλαίγοντας πικρά και με θερμή πίστη παρακαλούσε την Παναγία να τον θεραπεύσει, για να μπορεί να υπερασπίζεται την Ορθοδοξία κατά της αιρέσεως των Εικονομάχων. Ενώ προσευχόταν νύσταξε και αμέσως είδε σε όραμα την Θεοτόκο, η οποία του χαμογέλασε και του είπε: – Ιδού το χέρι σου κόλλησε και έγινε καλά. Να μη λυπάσαι πλέον και να εκπληρώσεις την υπόσχεση σου, ότι θα καταπολεμήσεις τους εικονομάχους.
Ο όσιος Ιωάννης ξύπνησε έντρομος και ω! του θαύματος, είδε, ότι το χέρι του ήταν όπως και πρώτα, σαν να μη είχε κοπή καθόλου και μόνον για ένδειξη και μαρτυρία του θαύματος της Παναγίας, υπήρχε μια Λεπτή κόκκινη γραμμή στο σημείο του κοψίματος.
Ο Όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός προσκύνησε αμέσως με δάκρυα ευγνωμοσύνης στα μάτια την εικόνα της Παναγίας, την ευχαρίστησε για την μεγάλην της ευεργεσία και το έλεος της και κατασκεύασε εις ανάμνηση του θαύματος τούτου μίαν ασημένια παλάμη, την οποίαν τοποθέτησε εις την Ιερά Εικόνα της Θεομήτορος. Από τότε η Εικών αυτή έλαβε την επωνυμία «Τριχερούσα».
Από το μέγα τούτο θαύμα όλοι οι κάτοικοι της Δαμασκού καθώς και ο άρχοντας της εξεπλάγησαν και εδόθη η άδεια εις τον Όσιο Ιωάννη να αφήσει την κοσμική ζωή του και να εισέλθει ως μοναχός εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου.
Αναχωρώντας από την Δαμασκό παρέλαβε μαζί του ο άγιος Ιωάννης και την εικόνα της Παναγίας. Η θαυματουργός αυτή Εικόνα παρέμεινε εις την Λαύρα του Αγίου Σάββα από τα μέσα του 8ου αιώνος μ.Χ. μέχρι του 13ου αιώνος. Τότε την δώρησαν οι Πατέρες της Μονής στον περίφημο Σάββα Αρχιεπίσκοπο Σερβίας. Ο ιερός Σάββας αναχωρήσας εκ Παλαιστίνης μετακόμισε και την Ιερά Εικόνα εις την Σερβία και η Εικόνα της Τριχερούσης τοποθετήθηκε επί ενός όνου. Ο όνος αυτός, χωρίς ανθρώπινη οδηγία, αλλά με την θέληση της Παναγίας, ξεκίνησε και έφθασε εις το Αγιον Όρος.
Πολλοί, που παρακολούθησαν τον όνο να τραβά μόνον του στον δρόμο, τον είδαν, ότι στάθηκε ακίνητος μόλις έφθασε στην είσοδο της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου. Αμέσως οι Πατέρες του Μοναστηριού υπεδέχθησαν μετά μεγάλης τιμής την ιεράν εικόνα της Θεομήτορος και την τοποθέτησαν εντός του ιερού Βήματος του Ιερού Ναού της Μονής. Πόσον καιρό έμεινε η Εικών εις το Ιερό Βήμα του Ναού είναι άγνωστο.
Συνέβη όμως ένα περιστατικόν και η Εικών εξήλθε από το Άγιον Βήμα. Ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου είχε αποβιώσει και οι μοναχοί χωρίσθηκαν σε δύο κόμματα για την εκλογή του νέου Ηγουμένου. Ως εκ τούτου δημιουργήθηκαν ταραχές. Οι φιλονικίες των μοναχών παρενόχλησαν την Θεοτόκο, η οποία και επενέβη και έδωσε ειρηνική λύση εις τις διαμάχες της μοναχικής αδελφότητος με τον εξής τρόπο.
Μίαν ημέρα παρατήρησαν οι μοναχοί κατά την διάρκεια του Όρθρου, ότι η εικών της Τριχερούσης δεν ευρίσκετο εντός του Αγίου Βήματος, εκεί όπου πάντα ήταν τοποθετημένη, αλλά στον τόπο του Καθηγουμένου.
Οι Μοναχοί, νόμισαν ότι κάποιοι Μοναχοί την μετέφεραν. Γι’ αυτό και την ξαναπήγαν στη θέση της μέσα στο Άγιο Βήμα. Σφράγισαν τότε τις πόρτες του Ναού. Παρ’ όλες όμως τις προφυλάξεις, η Εικόνα βρέθηκε και την τρίτη ημέρα στον τόπο του Καθηγουμένου. Κατάπληκτοι οι Αδελφοί δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν. Τότε παρουσιάσθηκε ένας ενάρετος ερημίτης, που ζούσε εκεί κοντά αφιερωμένος στο Θεό και τους είπε: – Αδελφοί μου, ήλθα να σας πω, ότι είδα σε οπτασία την Θεοτόκο, η οποία μου μίλησε για το φαινόμενο αυτό. – Και τι σου είπε η Θεοτόκος; τον ρώτησαν. – Οι αδελφοί, μου είπε, να μη ενοχλούν του λοιπού την Εικόνα μου από την θέση του Καθηγουμένου. Δια να αποφεύγονται δε οι ασυμφωνίες κατά την εκλογή Ηγουμένου, απεφάσισα να κρατήσω Μόνη μου με την Εικόνα μου την θέση του Καθηγουμένου και να κυβερνώ το Μοναστήρι μονάχη μου.
Πράγματι, από τότε οι Μοναχοί δεν εκλέγουν Ηγούμενο εις την Μονή αυτήν. Δεν υπάρχει Ηγούμενος εν ενεργεία εκεί. Εκλέγουν μόνον Προηγούμενο, δηλαδή τοποτηρητή του Ηγουμένου. Και στην Εκκλησία η θέσις του Ηγουμένου από τότε μένει κενή, και την κατέχει η Εικών της Τριχερούσης.
Επειδή δεν υπάρχει Ηγούμενος, οι Εκκλησιάρχαι και οι εφημερεύοντες Ιερομόναχοι παίρνουν πάντα ευλογία από την Αγία Εικόνα της Τριχερούσης και για να σημάνουν και για να αρχίσουν την Ακολουθία.
Η Εικών έχει όψη εκφραστική και μάλιστα πολύ αυστηρή.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΠΡΟΚΛΟΣ ΚΑΙ ΙΛΑΡΙΟΣ
(απο το ιστολόγιο ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ του π.Γεωργίου Δορμπαράκη )
«Οι άγιοι αυτοί έζησαν, όταν αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Τραϊανός και ηγεμόνας ο Μάξιμος. Συνελήφθη πρώτα ο άγιος Πρόκλος, ο οποίος ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό ενώπιον του βασιλιά, οπότε και παραδόθηκε από αυτόν στον Μάξιμο τον ηγεμόνα για να τον βασανίσει. Στην αρχή, του καίνε τη γαστέρα και τα πλευρά, έπειτα ξέεται, κρεμάται επί ξύλου, και με λίθους βαρείς, στη συνέχεια, στα πόδια, οδηγείται για να τοξευτεί. Στον δρόμο συναντά τον ανεψιό του Ιλάριο, που συρόταν και αυτός από τους ειδωλολάτρες. Και ο μεν άγιος Πρόκλος, αφού καταπληγώθηκε από το πλήθος των βελών, εκδήμησε προς τον Κύριο, ο δε άγιος Ιλάριος, αφού ρωτήθηκε και ονόμασε τον εαυτό του χριστιανό, κρεμασμένο τον κτύπησαν και για τρία μίλια τον έσυραν. Έπειτα, αφού κόπηκε η κεφαλή του, κατατέθηκε μαζί με τον άγιο Πρόκλο».Οι άγιοι Πρόκλος και Ιλάριος ανήκουν στη μεγάλη χορεία των μαρτύρων, που έδωσαν τη ζωή τους για τον Κύριο Ιησού Χριστό και που φανέρωσαν έτσι ότι αυτό που τους κινούσε για να φτάσουν μέχρις αυτό το σημείο ήταν η βαθειά αγάπη προς Εκείνον. Χωρίς αυτήν την αγάπη, τον πόθο του ουρανού, δεν θα δικαιολογείτο το μαρτύριό τους, ή, κι αν υπήρχε, δεν θα χαρακτηριζόταν χριστιανικό. Διότι πολλά είδη μαρτυρίων γνωρίζουμε, αλλά δεν είναι βεβαίως όλα χριστιανικά. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να δώσει τη ζωή του για την πατρίδα του, αλλά θα ανήκει στους λεγόμενους εθνομάρτυρες, κι όχι βεβαίως στους μάρτυρες του Χριστού, συνεπώς σ’ αυτούς που εντάσσονται στη χορεία των αγίων. Οι άγιοι Πρόκλος και Ιλάριος λοιπόν είναι μάρτυρες Χριστού, για την αγάπη Εκείνου έδωσαν τη ζωή τους, με πολλά βασανιστήρια μάλιστα, και γι’ αυτό τιμώνται και γεραίρονται από την Εκκλησία μας.Η αγάπη τους αυτή προς τον Χριστό ήταν η δύναμη που τους έδινε φτερά ν’ ανεβαίνουν την κλίμακα του ουρανού, που σημαίνει ότι οι άγιοι σκέφτονταν διαρκώς τον Χριστό, ανάπνεαν τη χάρη Εκείνου, όλες οι επιθυμίες και τα συναισθήματά τους ήταν προσανατολισμένα προς τον Θεό. Αποτέλεσμα αυτής της πνευματικής ανόδου ήταν αφενός η αδιάκοπη αύξησή τους στη θέωση, αφετέρου η υπέρβαση της όποιας γοητείας και έλξης ασκεί ο κόσμος στα πάθη του ανθρώπου. Διότι, για να μπορέσει κανείς να ξεπεράσει τους πειρασμούς του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου, απαιτείται μία ισχυρότατη δύναμη, η οποία δεν είναι άλλη από τον πόθο του Θεού. Στους αγίους αυτούς – μάλλον και σ’ αυτούς – βλέπουμε να υλοποιείται αυτό που έλεγε ο απόστολος Παύλος για τον εαυτό του: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω». Μπροστά στον Χριστό, στη χάρη και την αγάπη Του, όλα θεωρούνται όχι απλώς δεύτερα, αλλά κυριολεκτικά σκουπίδια.Την παραπάνω πραγματικότητα επισημαίνει και η υμνολογία της σημερινής εορτής: «επτέρωσεν υμάς ο ουράνιος πόθος. Όθεν πάντα τα τερπνά του βίου, Αθληταί, ελογίσασθε σκύβαλα, νεύσεσι ταις προς το Θείον θεωθέντες και άπασαν των αθέων ισχύν ταπεινώσαντες». Δηλαδή: Σας έδωσε φτερά ο ουράνιος πόθος. Γι’ αυτό όλα τα τερπνά του βίου, Αθλητές (του Χριστού), τα θεωρήσατε σκουπίδια, αφού θεωθήκατε με τη στροφή σας προς τον Θεό και ταπεινώσατε όλη τη δύναμη των αθέων. Είναι ευνόητο βεβαίως ότι η ζωή των αγίων Πρόκλου και Ιλαρίου αποτελούν δυνατό παράδειγμα και για εμάς σήμερα, που ταλαιπωρούμαστε μέσα στις προκλήσεις της ανισόρροπης εποχής μας, που θα πει ότι μας υπενθυμίζουν πρώτα απ’ όλα τον ορθό προσανατολισμό μας – προς τον Τριαδικό Θεό και την εν Εκκλησία παρουσία Του – κι έπειτα τη μόνη δύναμη απεμπλοκής από τα του βίου μας τερπνά και παράλογα – την αγάπη και τον πόθο μας για τον Χριστό.
Η αγία Βερονίκη
Ο Ιησούς Χριστός πορευόταν προς το σπίτι του Ιάειρου και το συγκεντρωμένο πλήθος Τον ακολουθούσε και Τον έσπρωχνε είτε για να Τον δει από κοντά, είτε για να Τον ακουμπήσει και να πάρει την ευλογία Του είτε για τη θεραπεία κάποιας ασθένειας. Μεταξύ του πλήθους ήταν και μια γυναίκα, η οποία για δώδεκα χρόνια υπέφερε από αιμορραγία και δεν μπορούσε να θεραπευθεί, παρά το γεγονός ότι ξόδεψε όλη της την περιουσία της στους γιατρούς.Σύμφωνα με τις Ιουδαϊκές αντιλήψεις η αιμορραγία καθιστούσε τη γυναίκα «μολυσμένη» και είχε σαν αποτέλεσμα την κοινωνική και θρησκευτική της ταπείνωση και περιθωριοποίηση. Εκείνη όμως σκεφτόταν ότι αρκούσε μόνο να αγγίξει πάνω στα ρούχα του Ιησού Χριστού και τότε θα θεραπευόταν. Έτσι κι έγινε. Μόλις Τον ακούμπησε, θεραπεύτηκε.Ο Ιησούς Χριστός, τότε, σταμάτησε την πορεία Του και ρώτησε με επιμονή: «Ποιος με άγγιξε;». Σαν Θεός γνώριζε τι είχε συμβεί αλλά ήθελε να τοποθετήσει το θαύμα στη σωστή του διάσταση. Η γυναίκα, αφού διαπίστωσε ότι δεν διέφυγε της προσοχής Του, φοβισμένη παρουσιάστηκε μπροστά του και ενώπιον όλων αποκάλυψε τα κίνητρα της ενέργειάς της. Η πράξη της ερχόταν σε αντίθεση με τις διατάξεις του νόμου, οι οποίες απαγόρευαν σε «μιασμένα» άτομα να έρχονται σε επαφή με άλλους ανθρώπους και πολύ περισσότερο με το Διδάσκαλο. Γι΄ αυτό η γυναίκα διακατεχόταν από φόβο και τρόμο για την πράξη της.Η αντίδραση του Ιησού Χριστού δεν ήταν αναμενόμενη από τους Ιουδαίους, οι οποίοι θα ήθελαν να επιπλήξει τη γυναίκα για την παράβαση των διατάξεων του νόμου. Ο Ιησούς Χριστός όμως δεν επιθυμούσε να ταπεινώσει τη γυναίκα, αλλά να την εξυψώσει, όπως έκανε και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις. Απάντησε, λοιπόν στην αιμορροούσα γυναίκα: «Η πίστη σου σε έσωσε. Πήγαινε να συνεχίσεις ειρηνικά τη ζωή σου, απαλλαγμένη από κάθε μέριμνα που σου προκαλούσε η ασθένεια.»Η πράξη της γυναίκας δεν ήταν ξένη προς την πίστη της. Το απλό άγγιγμα του ενδύματος του Χριστού θα παρέμενε ανενεργό και αναποτελεσματικό αν δεν συνοδευόταν από την ισχυρή πίστη της, ότι εκείνος είναι ο μόνος που μπορούσε να την θεραπεύσει. Άλλωστε τα περισσότερα θαύματα του Κυρίου αποτελούν κατά κάποιο τρόπο την επιβράβευση της πίστης του ασθενούς ανθρώπου. Η πίστη είναι εκείνη που προκαλεί τον Κύριο να επιτελέσει ένα θαύμα.Η αιμορροούσα γυναίκα ήταν η Αγία Βερονίκη, η μνήμη της οποίας τιμάται στις 12 Ιουλίου. Η Αγία Βερονίκη μετά το θαύμα της θεραπείας της αιμορραγίας της εντάχθηκε στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Χριστού. Στην πορεία του Ιησού Χριστού προς τον Γολγοθά η Αγία Βερονίκη έτρεξε και σκούπισε με ένα μαντήλι το ματωμένο πρόσωπό του. Πάνω στο μαντήλι αυτό αποτυπώθηκε η μορφή του Χριστού και έτσι δημιουργήθηκε η παράδοση του Αγίου Μανδηλίου.ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr
Για τρίτη φορά εφέτος η τιμή του Οσίου πατρός ημών Παϊσίου του Αγιορείτου ως Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας .
Σαν σήμερα στις 12 Ιουλίου (ημέρα Τρίτη στις 11 π.μ.) του 1994, εκοιμήθη ο Όσιος πατήρ ημών Παΐσιος , μια από τις πιο φωτισμένες άγιες μορφές της Εκκλησίας μας των τελευταίων δεκαετιών.Από την 13ην Ιανουαρίου του παρελθόντος έτους 2015 τιμάται από τη Εκκλησία επισήμως ως ‘Αγιος , του οποίου τις πρεσβείες αιτούμεθα όχι μόνον δια τους επισκέπτες της παρούσης σελίδος , αλλά και δι’ άπασαν την χειμαζομένην πατρίδα μας . Ο τάφος του Γέροντα βρίσκεται στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στη Σουρωτή της Θεσσαλονίκης, δίπλα στο ναό του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη. Οι μοναχές της μονής είχαν τον Γέροντα πνευματικό τους καθοδηγητή. Ο όσιος γέροντας Παΐσιος υπήρξε μια από τις πιο φωτισμένες αγίες μορφές της Εκκλησίας μας, των τελευταίων δεκαετιών. Γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, που βρίσκεται στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924 και προτού γίνει μοναχός ονομαζόταν Αρσένιος. Οι γονείς του, Πρόδρομος και Ευλαμπία Ενζεπίδη, ήταν πολύ ευσεβείς, ενώ ο Αρσένιος είχε άλλα 9 αδέλφια. Ο Αρσένιος από τη βρεφική κιόλας ηλικία, δέχτηκε την ευλογία από το Θεό να βαπτισθεί από έναν Αγιο που ζούσε στην περιοχή του, τον Αγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη.Ο Αγιος Αρσένιος προβλέποντας τον μελλοντικό αγιασμένο βίο του παιδιού, ζήτησε από την νονά του να το βαφτίσει Αρσένιο λέγοντας χαρακτηριστικά ότι ήθελε να αφήσει και αυτός καλόγερο στο πόδι του, δηλαδή που να έχει το όνομά του. Έναν μήνα σχεδόν μετά τη βάπτιση του Αρσενίου η οικογένεια του ακολούθησε το δρόμο της προσφυγιάς για την Ελλάδα, όπου και τελικά εγκαταστάθηκε στη Κόνιτσα. Ο μικρός Αρσένιος ζούσε έχοντας μεγάλη αγάπη στο Χριστό και την Παναγία μας και είχε πολύ μεγάλο πόθο να γίνει μοναχός. Πολύ του άρεσε να πηγαίνει στο δάσος όπου, κρατώντας έναν ξύλινο σταυρό, που είχε φτιάξει μόνος του, προσευχόταν. Σε ηλικία 21 ετών κατατάσσεται στο στρατό, όπου διακρίνεται για το ήθος και τη γενναιότητα του. Πάντα ζητούσε να πηγαίνει στην πρώτη γραμμή και στις πιο επικίνδυνες θέσεις, προτιμώντας έτσι να βρίσκεται εκείνος σε κίνδυνο και όχι κάποιος άλλος. Πάρα πολλές φορές κινδύνευσε να σκοτωθεί ο ίδιος, να γλυτώσει κάποιος άλλος συστρατιώτης του. Αφού τελείωσε το στρατό πήγε στο Αγιο Όρος γιατί είχε αποφασίσει να μονάσει εκεί.Το 1954 γίνεται μοναχός με το όνομα Αβέρκιος και έπειτα Παΐσιος, όπου και μόνασε στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου και κατόπιν στην Ιερά Μονή Φιλοθέου. Ως μοναχός είχε υποδειγματική υπακοή ενώ προσπαθούσε να βοηθήσει τους αδελφούς του μοναχούς όποτε και όπως μπορούσε. Από το έτος 1958 έως το 1964 ο Παΐσιος βρίσκεται εκτός του Αγίου Όρους, στην περιοχή της Κόνιτσας αρχικά για να στηρίξει χιλιάδες ψυχές, και να τις βοηθήσει να ξεφύγουν από την πλάνη των αιρετικών, ενώ αργότερα πηγαίνει στο ερημικό και δύσβατο Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Το 1964 επιστρέφει στο Αγιο Όρος. Εκεί μόνασε δίπλα σε χαρισματούχους γέροντες όπως ο παπά-Τύχωνας ο οποίος πολλές φορές έβλεπε την ώρα της Θείας Λειτουργίας, όπως ο ίδιος ομολογούσε, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ να δοξολογούν το Θεό. Ο γέροντας πια Παΐσιος το 1979 μόνασε σε ένα κελάκι μόνος του στην περιοχή «Παναγούδα». Σιγά σιγά αρχίζει να γίνεται γνωστή η αγία μορφή του σε όλο και περισσότερους προσκυνητές. Όλη την ημέρα, από την ανατολή μέχρι την δύση, συμβουλεύει, παρηγορεί, διώχνει κάθε στενοχώρια, γεμίζει τις ψυχές με πίστη, ελπίδα και αγάπη για τον Θεό, ενώ τις νύχτες διαβάζει επιστολές που κατά δεκάδες του έστελναν καθημερινά και προσεύχεται στον Θεό επί ώρες για τους ανθρώπους που του ζητούν βοήθεια.Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του γέροντος Παϊσίου έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν από το 1966. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες και κυρίως από τον καρκίνο που του είχε διαγνωσθεί λίγα χρόνια πριν, γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ’ όλ’ αυτα όμως αυτός ήταν ήρεμος και υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Αντιθέτως συνέχιζε να προσεύχεται για όλους.Οι τελευταίες του ημέρες ήταν οδυνηρές, γεμάτες αφόρητους πόνους, που ξεπερνούσε χάρη στην βαθιά πίστη και αγάπη του στο Θεό.Στις 12 Ιουλίου 1994 ο όσιος Παΐσιος παρέδωσε την όσια ψυχή του ήρεμα και ταπεινά στον Κύριο, τον Οποίο τόσο αγάπησε και υπηρέτησε από τη νεαρή του ηλικία.Ο απλός και απέριττος τάφος του , όπισθεν του ιερού βήματος του ιερού ναού του Οσίου Αρσενίου του Καππαδόκου , εις το ιερόν ησυχαστήριον του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Σουρωτής κατέστη σημείον πανδήμου προσκυνήματος πάσης θλιβομένης ψυχής .