17 Μαΐου , μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Αθανασίου επισκόπου Χριστιανουπόλεως και του Αγίου νεομάρτυρος Νικολάου του εκ Μετσόβου
ΒΙΟΣ
ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, Ἀρχιεπίσκοπος Χριστιανουπόλεως γεννήθηκε ἀπὸ Κερκυραίους γονεῖς τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Εὐφροσύνη Κορφηνοῦ περίπου τὸ 1640. Τὸ βαπτιστικὸ ὄνομά του ἦταν Ἀναστάσιος. Μεγάλωσε στὴν Καρύταινα Γορτυνίας. Τὴν μόρφωσή του ἔλαβε στὴν ἀκμάζουσα Σχολὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοσόφου. Ἀπὸ τὴν ἐφηβική του ἡλικία ἤθελε νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Θεό. Παρὰ τὴν θέλησή του οἱ γονεῖς τὸν ἀρραβώνιασαν μὲ μία νέα ἀπὸ τὴν Πάτρα. Πορευόμενος πρὸς τὸ Ναύπλιο γιὰ τὴν ἀγορὰ τῶν νυφικῶν ἐνδυμάτων καὶ προσευχόμενος μὲ τὸν Ψαλμικὸ στίχο «Γνώρισόν μοι ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσομαι» σταμάτησε σὲ ἕναν ναὸ τῆς Παναγίας. Ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἄκουσε τὴν προτροπή Της, ἡ ὁποία τὸν ἀποκάλεσε μὲ τὸ ὄνομα ποὺ ἔλαβε ὅταν ἔγινε κληρικὸς Ἀθανάσιος, νὰ πορευθεῖ πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ πραγματοποιήσει τὸν πόθο του. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἔγινε κληρικὸς καὶ μὲ ἀφοσίωση ὑπηρέτησε τὴν Ἐκκλησία. Τὸ 1681 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως (σήμερα Τριφυλίας καὶ Ὀλυμπίας). Καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Ἀρχιερατείας του φρόντισε γιὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ Ποιμνίου του περιοδεύοντας συνεχῶς, διδάσκοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τελώντας τὰ Ἱερὰ Μυστήρια, ἀνακαινίζοντας μὲ προσωπικά του ἔξοδα Ἱεροὺς Ναούς, κάνοντας ἐλεημοσύνες καὶ ἱδρύοντας Σχολεῖα διὰ τὴν νεότητα, ἀντιστεκόμενος ἰδιαιτέρως στὴν ἐξάπλωση τῶν Ἐνετῶν οἱ ὁποῖοι ἦσαν μεγαλύτερος κίνδυνος ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ ἴδιος ζοῦσε ἀσκητικὴ ζωὴ μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχή, μιμούμενος τοὺς Ἁγίους καὶ γενόμενος πρότυπο μιμήσεως ὅλων τῶν χριστιανῶν τῆς Μητροπόλεώς Του. Διὰ τῶν προσευχῶν Του τελοῦσε ἀλλὰ καὶ σήμερα τελεῖ πολλὰ θαύματα. Ὅταν ἱερουργοῦσε τὴν στιγμὴ ποὺ ἐκφωνοῦσε τὸ «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ…» οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν ἕνα φωτεινὸ ἀστέρι νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα Του. Ἐκοιμήθη ἡμέρα Κυριακὴ μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία στὶς 9 Νοεμβρίου τοῦ 1707 καὶ ἐτάφη στὸν περίλαμπρο Ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὴν Χριστιανούπολη. Τὸ ἱερὸ σκήνωμά του μεταφέρθηκε ἀργότερα ἀπὸ συγγενικό του πρόσωπο στὴν Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας. Πολλὲς φορὲς ὅταν πρόκειται νὰ συμβεῖ κάτι κακὸ (θεομηνία, λοιμός, σεισμός, πόλεμος, ἢ θάνατος μοναχοῦ κλπ.) ἀπὸ τὴν λάρνακα ἀκούγεται τριγμὸς ὡς προειδοποίηση γιὰ τὸ γεγονός. Πρὸς τιμήν Του εἶναι ἀφιερωμένος ὁ νέος Καθεδρικὸς Ἱερὸς Ναὸς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Τριφυλίας καὶ Ὀλυμπίας στὴν Κυπαρισσία ὅπου καὶ φυλάσσεται τμῆμα ἐκ τῶν σεπτῶν Αὐτοῦ λειψάνων .
Ο άγιος νεομάρτυρας Νικόλαος ο εκ Μετσόβου
Αυτός ο αθλητής του Χριστού είχε πατρίδα του το Μέτσοβο, που βρίσκεται στην Ήπειρο. Ήταν γεννημένος από γονείς ευσεβείς και, ενώ ήταν ακόμη νέος, αναχώρησε για τα Τρίκαλα και εκεί συμφώνησε για εργασία με έναν αρτοποιό, στον οποίο και δούλευε με μισθό. Και μετά από πολύν καιρό, μερικοί Αγαρηνοί άλλοτε με απάτη και υποσχέσεις και άλλοτε με φοβέρες και συκοφαντίες, τον έκαναν και αρνήθηκε αλλοίμονο! τον Χριστό. Όταν όμως ήλθε στα λογικά του, έφυγε και πήγε στην πατρίδα του και ζούσε πάλι χριστιανική ζωή.
Και ύστερα από πολύ καιρό, αφού φόρτωσε το άλογό του δαδί, πήγε με άλλους συμπατριώτες του στα Τρίκαλα, για να το πουλήσει και εκεί τον αναγνώρισε ένας Τούρκος κουρέας, που ήταν γείτονας με τον προαναφερθέντα αρτοποιό και, αφού τον έπιασε, τον έσερνε και τον κατηγορούσε πως αρνήθηκε την πίστη τους και έγινε πάλι Χριστιανός. Τότε ο Νικόλαος, επειδή φοβήθηκε, έδωσε σ’ αυτόν το φορτίο του δαδιού και τον παρακαλούσε να μη τον φανερώσει. Εκείνος όμως του έλεγε, ότι εάν του έφερνε κάθε χρόνο, όσο ζούσε, από ένα φορτίο δαδί δεν θα τον φανέρωνε. Και ο Νικόλαος του υποσχέθηκε και κάθε χρόνο του πήγαινε το δαδί, σύμφωνα με την υπόσχεσή του.
Ύστερα όμως από λίγο, καθώς μετάνιωσε ο Νικόλαος για την υπόσχεση, που του έδωσε, δεν ήθελε πλέον να του δώσει το δαδί, αλλά μάλιστα αποφάσισε και να πεθάνει, για να θεραπεύσει την προηγούμενη άρνηση του Χριστού, που έκανε και πήγε αμέσως στον πνευματικό του και φανέρωσε τον σκοπό του. Εκείνος όμως τον εμπόδιζε και τον συμβούλευε να ξεχάσει αυτόν τον σκοπό, για να μη τύχει και δεν μπορέσει να αντέξει τα βασανιστήρια του Μαρτυρίου και υποπέσει πάλι σε δεύτερη άρνηση, λέγοντάς του, ότι το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, αλλά το σώμα είναι αδύνατο. Αλλά αυτός ο ευλογημένος παρέμενε σταθερός στην γνώμη του και έλεγε, ότι έχει σίγουρες τις ελπίδες του στον Κύριο, ότι θα τον δυναμώσει για να υπομείνει γενναία όλα τα παιδέματα, που θα του κάνουν για την αγάπη του και θα μείνει ασάλευτος στην πίστη του, καταπατώντας κάθε εχθρό και πολέμιο.
Βλέποντας λοιπόν ο πνευματικός τον ζήλο και την προθυμία, που είχε για το Μαρτύριο, αφού τον στήριξε με πολλές συμβουλές και ευχές, τον άφησε να φύγει. Με τέτοια λοιπόν σταθερή γνώμη και απόφαση πήγε στα Τρίκαλα και, αφού τον συνέλαβε ο κουρέας, τον έπνιγε λέγοντας «Πού είναι, άπιστε, το δαδί, που μου έταξες;». Τότε ο Νικόλαος του απαντούσε· «Δεν σου χρωστάω τίποτε». Τότε εκείνος, επειδή θύμωσε, φώναξε μεγαλόφωνα και τον μαρτύρησε. Τότε, αφού έτρεξαν πολλοί Τούρκοι και πληροφορήθηκαν την υπόθεση, συνέλαβαν αμέσως τον ευλογημένο με πολύ θυμό και χτυπώντας τον και σπρώχνοντάς τον τόν πήγαν στο δικαστήριο και μαρτύρησαν, ότι αρνήθηκε την πίστη των Χριστιανών και δέχθηκε την δική τους. Ο Μάρτυρας όμως, όταν τον ρώτησαν αποκρίθηκε, ότι “Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να πεθάνω και δεν αρνούμαι ποτέ την πίστη μου με όσα μαρτυρία και αν μου κάνετε”. Και επειδή λοιπόν ούτε με κολακείες ούτε με φοβέρες μπόρεσαν να τον φέρουν στην γνώμη τους, τον ξυλοκόπησαν αυστηρά για πολλή ώρα και έπειτα τον έρριξαν σε μία σκοτεινή φυλακή και εκεί μέσα τον παίδευαν για πολλές ημέρες με πείνα και δίψα και με άλλα διάφορα βασανιστήρια, αλλά ο Μάρτυρας τα υπέμενε όλα με ανδρεία και με μεγάλη του χαρά.
Και επειδή έμενε ασάλευτος σε όλα, τον έβγαλαν από την φυλακή και τον παρουσίασαν για δεύτερη φορά στο δικαστήριο· και πάλι κήρυξε μεγαλόφωνα τον Χριστό, πώς είναι Θεός αληθινός και αυτόν πιστεύει και δεν τον αρνείται ποτέ. Βλέποντας λοιπόν ο δικαστής το αμετάθετο της γνώμης του, πρόσταξε να ανάψουν μεγάλη πυρκαγιά στην μέση της αγοράς και να τον ρίξουν μέσα σ’ αυτήν. Έτσι, αφού τον μετέφεραν στον τόπο της καταδίκης, τον έρριξαν στην πυρκαγιά, που άναψαν και εκεί όλος χαρά και δοξολογώντας τον Θεό, παρέδωσε το πνεύμα του.
Ένας κεραμέας όμως, παρακινούμενος από ευλάβεια, πήγε στον τόπο εκείνο την νύχτα, για να βρει κάποιο μέρος από το Άγιο Λείψανο και βλέποντας μερικούς Αγαρηνούς, που αγρυπνούσαν και φύλαγαν, έδωσε σ’ αυτούς αρκετά αργύρια και πήρε την Αγία Κάρα του Μάρτυρα, η οποία ήταν λίγο καταστραμμένη στα μυαλά από την πυρκαγιά και, αφού πήγε στο σπίτι του, την έκρυψε μέσα στον τοίχο από τον φόβο των Τούρκων, χωρίς να το γνωρίζει κανείς άλλος από τους ανθρώπους του σπιτιού του.
Ύστερα όμως από μερικό καιρό πέθανε ο κεραμέας και έμεινε κρυμμένη η Πάντιμη Κάρα του Μάρτυρα, ενώ το σπίτι εκείνο του κεραμέα το αγόρασε άλλος Χριστιανός που ονομαζόταν Μέλανδρος και κατά το βράδυ εκείνο, που τελείωσε το Μαρτύριο ο Άγιος, είδε φως, που έλαμπε στο μέρος εκείνο του τοίχου και εξ αιτίας της απορίας και του θαυμασμού του Μέλανδρου για εκείνο το φως, αποκαλύφθηκε στον ύπνο του, ότι εκεί. όπου εμφανίσθηκε το φως, είναι κρυμμένη η Αγία Κάρα του Μάρτυρα Νικολάου. Τότε, αφού χάλασε τον τοίχο και την βρήκε, θεώρησε ανάξιο τον εαυτό του να έχει στο σπίτι του έναν τέτοιο θησαυρό· γι’ αυτό πήγε στο Μοναστήρι του Βαρλαάμ όπου είχε και αδελφό Μοναχό και την αφιέρωσε εκεί εις μνημόσυνο αυτού και των γονέων του.
Εκεί λοιπόν βρίσκεται θησαυρισμένη μέχρι και σήμερα αυτή η Αγία Κάρα και καθημερινά κάνει θαύματα πέρα από κάθε έννοια. Διότι μία φορά, που υπήρχε θανατικό στα Τρίκαλα και πέθαιναν κάθε ημέρα πολλοί και μόνο με την παρουσία της σταμάτησε αμέσως το θανατικό. Το ίδιο και ένα χωριό, που ονομάζεται Ντιστάτα και έπασχε το ίδιο από το θανατικό, το ελευθέρωσε. Ακόμη και τους Καλαρρύτες, που βασανίζονταν μία φορά από λοιμώδη ασθένεια, τους λύτρωσε αμέσως με τον παρουσία της.
Κατ’ εξοχήν όμως αυτή η Αγία Κάρα διώχνει και εξαφανίζει τις ακρίδες, διαφυλάσσοντας αβλαβείς τους καρπούς τόσο πολύ, που μένουν εκστατικοί και οι ίδιοι οι Τούρκοι με αυτό το θαύμα. Το οποίο δεν γίνεται μία φορά και δύο, αλλά πολλές φορές μέχρι και σήμερα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και πάθη αθεράπευτα γιατρεύει παραδόξως και πολλά άλλα θαύματα κάνει καθημερινά, σε όποιον τόπο και αν προσκληθεί.
Βρίσκονται δε και μερικά άλλα κομμάτια από το μαρτυρικό λείψανο του Αγίου σε διαφόρους τόπους. Και στα Ιωάννινα βρίσκεται το μισό της παλάμης του χεριού του, με του οποίου τις πρεσβείες ας λυτρωθούμε και εμείς από κάθε ανάγκη και θλίψη. Αμήν.
( Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συναξαριστής, τ. Ε΄, Μάϊος-Ιούνιος, σ. 118-121)
Ίν’ εκφύγης πυρ της γεέννης παμμάκαρ,
|
Βιογραφία Ο Νεομάρτυς Νικόλαος Μπασδάνης ή Βλαχονικόλας ή Εξηντατρίχης, όπως αλλιώς ονομάζεται, γεννήθηκε στο Μέτσοβο της Ηπείρου από φτωχούς, αλλά πολύ πιστούς γονείς. Έζησε σε μια περίοδο δύσκολη και ταραγμένη, αφού μετά την αποτυχία των επαναστατικών κινημάτων του Μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου του Φιλοσόφου (βλέπε 10 Οκτωβρίου), οι διώξεις και οι πιέσεις των Μουσουλμάνων κατά των χριστιανών, είχαν φτάσει στο αποκορύφωμά τους.
α) Μεγαλοπρεπής Ναός βυζαντινού ρυθμού ανεγέρθηκε πριν λίγα χρόνια στα Τρίκαλα, στην θέση παλιού ναού του Νεομάρτυρος, που χτίστηκε το 1957 μ.Χ., επί Μητροπολίτου Δωροθέου. Εφυλάσσετο δε το άσπρο και τριμμένο πουκάμισο του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού που δωρήθηκε το 1972 μ.Χ. στον ομώνυμο Ιερό Ναό του Αγίου Κοσμά στα Τρίκαλα. Το άγιο τούτο πουκάμισο δωρήθηκε στον Ναό από την ευσεβή οικογένεια του Γεωργίου Γκαναβάρα, στο σπίτι της οποίας παλιότερα στην Κρανιά Ασπροποτάμου είχε ξεντυθεί σε μια περιοδεία του ο Άγιος Κοσμάς. |
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης. Τοῦ Μετσόβου τὸν γόνον καὶ Τρικκάλων τὸ καύχημα, καὶ τῶν πάλαι Μαρτύρων, μιμητὴν καὶ ὁμότροπον, Νικόλαον τιμήσωμεν πιστοί, τὸν νέον τοῦ Σωτῆρος Ἀθλητήν, ὡς λυτρούμενον κινδύνων πολυειδῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον. Ὡς ἀστὴρ νεόφωτος, λαμπρῶς ἀθλήσας, ἐν ὑστέροις ἔτεσι, τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ, ἐδείχθης Μάρτυς Νικόλαε· διὸ γεραίρει τὴν θείαν σου ἄθλησιν. Χαίροις τοῦ Μετσόβου θεῖος βλαστός· χαίροις ὁ Τρικκάλων, ἀντιλήπτωρ καὶ ἀρωγός· χαίροις ὁ παρέχων, ἰάσεων τὴν χάριν, Νικόλαε τρισμάκαρ τοῖς σοὶ προστρέχουσι. |